Οι τράπεζες της Νότιας Ευρώπης θα πληγούν περισσότερο από τα νέα λογιστικά πρότυπα, σύμφωνα με τη Fitch
Τα νέα λογιστικά πρότυπα (IFRS 9) που τέθηκαν σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2018, αναμένεται να επηρεάσουν περισσότερο τις τράπεζες της Νότιας Ευρώπης -μεταξύ αυτών και οι ελληνικές-, αναφέρει σε έκθεσή της η Fitch Ratings, υπογραμμίζοντας ότι, σε αντίθετο κλίμα, οι καναδικές τράπεζες θα πληγούν ελάχιστα.
Γενικότερα, ο αντίκτυπος θα είναι αισθητός στην πλειοψηφία των τραπεζών παγκοσμίως, εκτιμά ο αμερικανικός οίκος, καθώς τα νέα λογιστικά πρότυπα θα οδηγήσουν σε υψηλότερες προβλέψεις, επιφέροντας μείωση στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CET1.
Ειδικά για τη Νότια Ευρώπη, ο οίκος επισημαίνει ότι το αρνητικό αποτέλεσμα θα αντισταθμιστεί, εν μέρει από τις αναμενόμενες ζημίες και την αναβαλλόμενη φορολογία..
Να σημειωθεί ότι με βάση τα IFRS 9, οι τράπεζες θα χρειαστεί να προβλέψουν μεταξύ άλλων επιπλέον ζημίες από δυνητικά προβληματικά δάνεια τους επόμενους δώδεκα μήνες.
Όπως έχει εκτιμήσει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) οι πρόσθετες προβλέψεις τις οποίες θα αναγκαστούν να σχηματίσουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, λόγω της εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΑ 9/ IFRS9), υπλογίζοται στα 4 με 5 δισ. ευρώ.
Όπως τονίζεται, στο α’ εξάμηνο του 2018 θα διεξαχθεί άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών για την πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, ενώ από την αρχή του 2018 θα τεθεί σε εφαρμογή το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ 9/IFRS 9)13 στις ευρωπαϊκές τράπεζες, η επίπτωση του οποίου για τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες εκτιμάται σε αύξηση των προβλέψεων κατά περίπου 4-5 δισεκ. ευρώ, ποσό το οποίο θα επιμεριστεί σε διάρκεια πέντε ετών.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, στο τραπεζικό σύστημα έχει ξεκινήσει η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, καθώς έχει εμπλουτιστεί το θεσμικό πλαίσιο και τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν προχωρήσει σε σημαντικές σχετικές ενέργειες.
Το πρόβλημα είναι κρίσιμο και χρειάζεται κάθε προσπάθεια, επιπλέον της ευεργετικής επίδρασης της ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας, για να επιταχυνθεί η πρόοδος στη μακρά διαδικασία για την επίλυσή του, αναφέρει στην ετήσια έκθεσή του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Μια από τις παρενέργειες του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι η παρατηρούμενη ισχνότητα της εξέλιξης της τραπεζικής χρηματοδότησης, η οποία ωστόσο φαίνεται να μετριάζεται, με βραδύ ρυθμό βέβαια.
Εξάλλου, οι αποταμιευτικοί πόροι που συγκεντρώνουν οι τράπεζες από καταθέσεις, οι οποίοι είναι διαθέσιμοι για αναδανεισμό στην πραγματική οικονομία, αυξάνονται και τα επιτόκια χρηματοδότησης που προσφέρουν οι τράπεζες, τουλάχιστον προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, συνεχίζουν να μειώνονται.
Tέλος, στο πεδίο της ιδιωτικής ασφάλισης, τα βασικά χρηματοοικονομικά μεγέθη παρέμειναν σε σταθερό επίπεδο, ενώ συνεχίστηκε ο εμπλουτισμός του νομοθετικού πλαισίου με στόχο την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών ασφαλιστικών προϊόντων.
Νωρίτερα σήμερα (9 Μαρτίου 2018), η Alpha Bank γνωστοποίησε ότι η επίπτωση της εφαρμογής του IFRS 9, επί της καθαρής θέσεως του Ομίλου, εκτιμάται σε περίπου ευρώ 1,1 δισ. μετά από φόρους.
Η εκτιμώμενη, κατά την ανωτέρω εφαρμογή, αύξηση των συσσωρευμένων απομειώσεων για δάνεια και απαιτήσεις κατά πελατών ανέρχεται σε 8,1%.
Αντιστοίχως, με την εφαρμογή της πενταετούς μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2017/2395, ο Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1) εκτιμάται ότι θα επηρεαστεί κατά περίπου 0,1% για το πρώτο έτος, υπολογισμένος με στοιχεία της 31.12.2017.
Ο Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1) την 30.09.2017 ανήρχετο σε 17,8%.
www.bankingnews.gr
Γενικότερα, ο αντίκτυπος θα είναι αισθητός στην πλειοψηφία των τραπεζών παγκοσμίως, εκτιμά ο αμερικανικός οίκος, καθώς τα νέα λογιστικά πρότυπα θα οδηγήσουν σε υψηλότερες προβλέψεις, επιφέροντας μείωση στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CET1.
Ειδικά για τη Νότια Ευρώπη, ο οίκος επισημαίνει ότι το αρνητικό αποτέλεσμα θα αντισταθμιστεί, εν μέρει από τις αναμενόμενες ζημίες και την αναβαλλόμενη φορολογία..
Να σημειωθεί ότι με βάση τα IFRS 9, οι τράπεζες θα χρειαστεί να προβλέψουν μεταξύ άλλων επιπλέον ζημίες από δυνητικά προβληματικά δάνεια τους επόμενους δώδεκα μήνες.
Όπως έχει εκτιμήσει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) οι πρόσθετες προβλέψεις τις οποίες θα αναγκαστούν να σχηματίσουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, λόγω της εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΑ 9/ IFRS9), υπλογίζοται στα 4 με 5 δισ. ευρώ.
Όπως τονίζεται, στο α’ εξάμηνο του 2018 θα διεξαχθεί άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών για την πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, ενώ από την αρχή του 2018 θα τεθεί σε εφαρμογή το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ 9/IFRS 9)13 στις ευρωπαϊκές τράπεζες, η επίπτωση του οποίου για τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες εκτιμάται σε αύξηση των προβλέψεων κατά περίπου 4-5 δισεκ. ευρώ, ποσό το οποίο θα επιμεριστεί σε διάρκεια πέντε ετών.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, στο τραπεζικό σύστημα έχει ξεκινήσει η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, καθώς έχει εμπλουτιστεί το θεσμικό πλαίσιο και τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν προχωρήσει σε σημαντικές σχετικές ενέργειες.
Το πρόβλημα είναι κρίσιμο και χρειάζεται κάθε προσπάθεια, επιπλέον της ευεργετικής επίδρασης της ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας, για να επιταχυνθεί η πρόοδος στη μακρά διαδικασία για την επίλυσή του, αναφέρει στην ετήσια έκθεσή του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Μια από τις παρενέργειες του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι η παρατηρούμενη ισχνότητα της εξέλιξης της τραπεζικής χρηματοδότησης, η οποία ωστόσο φαίνεται να μετριάζεται, με βραδύ ρυθμό βέβαια.
Εξάλλου, οι αποταμιευτικοί πόροι που συγκεντρώνουν οι τράπεζες από καταθέσεις, οι οποίοι είναι διαθέσιμοι για αναδανεισμό στην πραγματική οικονομία, αυξάνονται και τα επιτόκια χρηματοδότησης που προσφέρουν οι τράπεζες, τουλάχιστον προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, συνεχίζουν να μειώνονται.
Tέλος, στο πεδίο της ιδιωτικής ασφάλισης, τα βασικά χρηματοοικονομικά μεγέθη παρέμειναν σε σταθερό επίπεδο, ενώ συνεχίστηκε ο εμπλουτισμός του νομοθετικού πλαισίου με στόχο την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών ασφαλιστικών προϊόντων.
Νωρίτερα σήμερα (9 Μαρτίου 2018), η Alpha Bank γνωστοποίησε ότι η επίπτωση της εφαρμογής του IFRS 9, επί της καθαρής θέσεως του Ομίλου, εκτιμάται σε περίπου ευρώ 1,1 δισ. μετά από φόρους.
Η εκτιμώμενη, κατά την ανωτέρω εφαρμογή, αύξηση των συσσωρευμένων απομειώσεων για δάνεια και απαιτήσεις κατά πελατών ανέρχεται σε 8,1%.
Αντιστοίχως, με την εφαρμογή της πενταετούς μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2017/2395, ο Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1) εκτιμάται ότι θα επηρεαστεί κατά περίπου 0,1% για το πρώτο έτος, υπολογισμένος με στοιχεία της 31.12.2017.
Ο Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1) την 30.09.2017 ανήρχετο σε 17,8%.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών