Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

BofA: Η νομισματική σύσφιξη θα μειώσει δραστικά τη ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας από το 2019

tags :
BofA: Η νομισματική σύσφιξη θα μειώσει δραστικά τη ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας από το 2019
Η καθαρή ρευστότητα θα καταστηθεί αρνητική από τον Απρίλιο του 2019...
Με αφορμή τη χθεσινή (27 Οκτωβρίου 2017) ανακοίνωση της Ε.Κ.Τ. για μείωση κατά το ήμισυ (στα 30 δισ. ευρώ μηνιαίως, έναντι 60 δισ.) στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) από τον Ιανουάριο -μέχρι τον Σεπτέμβριο- του 2018 και σε συνδυασμό με τη διαδικασία νομισματικής σύσφιξης που ήδη έχει βάλει σε εφαρμογή η Federal Reserve, στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, οι αναλυτές της Bank of America προειδοποιούν πως η ρευστότητα της της πραγματικής οικονομίας θα αρχίσει να μειώνεται δραστικά από το 2019, καθώς οι πληρωμές των εκκρεμών ομολόγων δε θα συνοδευτούν από νέες αγορές των κεντρικών τραπεζών.
Όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα, στο οποίο απεικονίζονται οι συνολικές αγορές-πληρωμές ομολόγων από τις τέσσερις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως, η καθαρή ρευστότητα θα είναι αρνητική από τον Απρίλιο του 2019, με βάση το τρέχον χρονοδιάγραμμα.
Αφού σχολιάσουν πως η απόφαση του κ. Mario Draghi εξέπληξε αρκετούς και ώθησε υψηλότερα τις αποδόσεις των ευρωπαϊκών ομολόγων, οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας επισημαίνουν, ωστόσο, ότι αν οι μισθοί και ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή δεν παρουσιάσουν ικανοποιητική αύξηση, τότε η Ε.Κ.Τ. ίσως αναγκαστεί να επεκτείνει το QE πέρα του Σεπτεμβρίου 2018.




Ας θυμηθούμε δύο σχετικές, προηγούμενες εκθέσεις:

Fasanara Capital: Οι κεντρικές τράπεζες θα αποσύρουν 1 τρισ. δολ. από την πραγματική οικονομία το 2018

Οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως θα αποσύρουν περίπου 1 τρισ. δολάρια από την πραγματική οικονομία μέσα στο επόμενο έτος, στο πλαίσιο σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής που θα μειώσει τον ρυθμό αγοράς ομολόγων, εκτιμά σε ανάλυσή της η Fasanara Capital.
Τα παραπάνω μεταφράζονται στο ότι οι αποπληρωμές ομολόγων από κράτη και επιχειρήσεις που συμμετείχαν στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, θα υπερβεί κατά 1 τρισ. δολάρια τις νέες αγορές ομολόγων.
Από το 2009, στον απόηχο της άνευ προηγουμένου χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι κεντρικές τράπεζες έχουν αγοράσει συνολικά ομόλογα αξίας 15 τρισ. δολαρίων, επισημαίνεται, αποτυγχάνοντας όμως να τηρήσουν την «υπόσχεση» για οικονομική ανάπτυξη, «επιδεινώνοντας τον λαϊκισμό, τις ανισότητες και αποτελώντας μόνιμη απειλή για το status quo».
Την ίδια στιγμή, οι μεγάλες ροές κεφαλαίων δημιούργησαν ανισορροπίες και μια επικίνδυνη δομή στις αγορές, η οποία κυριαρχείται πλέον από «παθητικά» funds.
Η εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η μεγάλη ευκαιρία στις σημερινές αγορές είναι να τοποθετηθεί κάποιος για μια τέτοια στιγμή προσαρμογής (σσ: την προσαρμογή των επενδυτών στο μειωμένο QE)».
Ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία από την ανάλυση:







Deutsche Bank: Κίνδυνος για αύξηση της μεταβλητότητας από την επιθετική νομισματική σύσφιξη

Η προσπάθεια ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής -μέσω μείωσης των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων και αύξησης των επιτοκίων- ίσως αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα για την ενίσχυση της τρέχουσας -ανύπαρκτης- μεταβλητότητας στις χρηματιστηριακές αγορές, σύμφωνα με όσα εκτιμά ο αναλυτής της Deutsche Bank κ. Alan Ruskin.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στη σχετική έκθεση και παρατίθεται στον παρακάτω πίνακα, η καθαρή αύξηση -μέσω της αγοράς ομολόγων- στους ισολογισμούς των μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών θα ανέλθει σε μηδενικό επίπεδο στο τέλος του 2018, έναντι 12μηνου μέσου όρου 2 τρισ. δολαρίων τα τελευταία χρόνια, γεγονός που θα δημιουργήσει πίεση στη ρευστότητα των εταιρειών.
Αυτό σημαίνει πως οι εταιρείες που εξέδωσαν ομόλογα -που αγοράστηκαν από τις κεντρικές τράπεζες- θα πρέπει να απορροφήσουν συνολική «ζημία» ύψους 1 τρισ. δολαρίων, επίδοση που είναι η υψηλότερη από το 2012.



Μόνο η Ε.Κ.Τ., αναμένεται να μειώσει τις συνολικές αγορές ομολόγων στα 150 δισ. το επόμενο έτος, από 780 δισ. το 2017, τη στιγμή που η Federal Reserve έχει ήδη προαναγγείλει πως θα συρρικνώσει τον ισολογισμό της -ύψους 4,5 τρισ. δολαρίων.
Ο αναλυτής απαντά και στον -πρόσφατα- νομπελίστα οικονομολόγο κ. Richard Thaler, ο οποίος χαρακτηρίζει ως «αινιγματική» την κατάσταση «νιρβάνας» στην οποία βρίσκονται οι χρηματιστηριακές αγορές, τη στιγμή που διανύουμε «την πιο επικίνδυνη στιγμή στη διάρκεια της ζωής μας» (περισσότερα εδώ).
Όπως λοιπόν εξηγείται, υπάρχουν τρεις παράγοντες στους οποίους οφείλεται η ασυνήθιστα χαμηλή μεταβλητότητα.
Από πλευράς συμπεριφορικής οικονομίας, υπάρχει η υπόδειξη ότι πολλοί ιδιώτες επενδυτές έχουν εισέλθει με καλές τοποθετήσεις στην αγορά και, ως εκ τούτου, είναι σε θέση να αντέξουν αρκετά μεγάλες κρίσεις, όπως η πρόσφατη γεωπολιτική αβεβαιότητα με τη Βόρεια Κορέα.



Από την πλευρά πραγματικής οικονομίας, η παγκόσμια ανάκαμψη μπορεί να είναι σταδιακή, ωστόσο είναι εξαιρετικά σταθερή.
Ενδεικτικά, τα τελευταία πέντε χρόνια, η παγκόσμια ανάπτυξη κυμάνθηκε μεταξύ 3,02% (το 2012) και 3,17% (το 2016)!
Βέβαια, υπάρχει και η νομισματική πολιτική.
Οι κεντρικές τράπεζες έχουν συμβάλει τα μέγιστα στη χαμηλή μεταβλητότητα, μέσω των πολύ χαμηλών επιτοκίων και μέσω της επιρροής των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης στις χρηματιστηριακές αγορές.


www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης