Η οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη θα ενισχύσει την κερδοφορία, καθώς αυξάνονται τα επιτόκια και μειώνονται οι προβλέψεις επισφαλών δανείων
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν σημειώσει αξιόλογη πρόοδο τα τελευταία χρόνια, ενισχύοντας τόσο τα κεφάλαιά τους αλλά και την εποπτεία, αναφέρει σε έκθεσή του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι, την ίδια στιγμή, η κερδοφορία στον κλάδο παραμένει αδύναμη.
Ειδικότερα, σε ένα δείγμα με πάνω από 170 μεγάλες τράπεζες της Γηραιάς Ηπείρου, με συνδυασμένα περιουσιακά στοιχεία ύψους 35 τρισ. δολαρίων, περίπου το ήμισυ είχε χαμηλή απόδοση ιδίων κεφαλαίων το 2016, ενώ μόλις το 15% του συνόλου παρουσίασε υγιή απόδοση ιδίων κεφαλαίων, που ορίζεται ως άνω του 10%.
Η αδύναμη κερδοφορία προκύπτει επίσης από τη χαμηλή απόδοση των περιουσιακών στοιχείων των εγχώριων τραπεζών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Οι κινητήριες δυνάμεις αυτών των αδύναμων αποδόσεων αντικατοπτρίζουν διαφορετικούς συνδυασμούς χαμηλού εισοδήματος, υψηλού κόστους ή προβλέψεις που απαιτούνται για τη δημιουργία κεφαλαιακών «μαξιλαριών» έναντι των μη ενεργών περιουσιακών στοιχείων.
Η οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη θα ενισχύσει την κερδοφορία, καθώς αυξάνονται τα επιτόκια, μειώνονται οι προβλέψεις δανείων και ταυτόχρονα ενισχύονται οι ευκαιρίες δανεισμού, σημειώνουν οι οικονομολόγοι του Ταμείου.
Βέβαια, επισημαίνεται, η έκθεση Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας τον Οκτώβριο 2016 διαπίστωσε ότι μια κυκλική ανάκαμψη στις χώρες του μπλοκ δεν είναι επαρκής για την πλήρη αποκατάσταση της κερδοφορίας των τραπεζών.
Γιατί η χαμηλή κερδοφορία αποτελεί απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα;
Οι σταθερά μη κερδοφόρες τράπεζες δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν αποθεματικά έναντι απροσδόκητων ζημιών, ενώ συχνά δυσκολεύονται να αντλήσουν κεφάλαια σε περιόδους έκτακτης ανάγκης.
Οι ανεπαρκείς αποδόσεις επίσης περιορίζουν την ικανότητα των τραπεζών να επεκτείνουν το δανεισμό και μπορεί να τις ωθήσουν σε αύξηση, αναλαμβάνοντας έτσι μεγαλύτερο ρίσκο.
Το πρόβλημα έγκειται στα αδύναμα επιχειρηματικά μοντέλα ή στα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των συστημάτων στα οποία λειτουργούν οι τράπεζες;

«Και τα δύο.
Ενώ τα επιχειρηματικά μοντέλα υποκρύπτουν προβλήματα κερδοφορίας σε ορισμένα ιδρύματα, οι σταθερά χαμηλές αποδόσεις σε όλες τις τράπεζες ορισμένων χωρών το υποδηλώνουν.
Αυτό μπορεί να φανεί σαφέστερα στις εγχώριες τράπεζες, όπου οι αποδόσεις είναι περισσότερο περιορισμένες από τα χαρακτηριστικά της εγχώριας αγοράς.

Σχεδόν τα τρία τέταρτα αυτών των τραπεζών της έρευνας, είχαν χαμηλή απόδοση ιδίων κεφαλαίων το 2016, σε σύγκριση με λιγότερο από 40% για τους ομοτίμους τους σε διεθνές επίπεδο.
Η έκθεση Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας του Δ.Ν.Τ., τον Απρίλιο 2017, εξετάζει αυτές τις διαρθρωτικές προκλήσεις, ένας εκ των οποίων είναι η υπερβολική τραπεζική.
Οι αιτίες της υπερβολικής τραπεζικής συναλλαγής μπορεί να διαφέρουν από χώρα σε χώρα.
Μια άλλη σημαντική διαρθρωτική πρόκληση είναι ένα μεγάλο μέρος των αποταμιευτικών, συνεργατικών, τραπεζών και κρατικών ιδρυμάτων, που μειώνουν την κερδοφορία άλλων τραπεζών στο σύστημα.

Επιπλέον, τα προβλήματα στην επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων λειτουργούν ως εμπόδιο στην κερδοφορία», σημειώνει το Δ.Ν.Τ., εκτιμώντας ότι ορισμένες χώρες αντιμετωπίζουν αυτά τα διαρθρωτικά ζητήματα, όπως η Δανία, η Ολλανδία και η Ισπανίας.
Κλείνοντας, το Ταμείο υπογραμμίζει ότι οι εποπτικές αρχές πρέπει να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αξιολόγηση της βιωσιμότητας των επιχειρηματικών μοντέλων και να διασφαλίσουν τη λύση για τις τράπεζες που υφίσταται πιέσεις στην κερδοφορία.
«Σε συστήματα με υπερβολικά πολλές τράπεζες, οι αρχές πρέπει να συνεχίσουν να ενθαρρύνουν την ενοποίηση μεταξύ των μικρών και μεσαίων τραπεζών και να διασφαλίζουν ότι αυτό συμβαδίζει με τις μεταρρυθμίσεις της διακυβέρνησης, όπου χρειάζεται.
Η ενοποίηση δεν σημαίνει ότι οι μεγάλες τράπεζες γίνονται μεγαλύτερες.
Επίσης, σε τραπεζικά συστήματα με σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο συγκεκριμένων αναθεωρήσεων ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού για τις τράπεζες που δεν έχουν υποβληθεί σε μία τέτοια άσκηση.
Οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει στη συνέχεια να επιλύσουν τα προβλήματα με τα μη βιώσιμα ιδρύματα.
Η περαιτέρω εναρμόνιση των εθνικών εποπτικών πρακτικών και των νομικών πλαισίων μεταξύ των χωρών θα ενισχύσει επίσης την αποτελεσματικότητα των τραπεζών
Τέλος, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι τράπεζες θα υιοθετήσουν φιλόδοξες, χρονοβόρες στρατηγικές για τη διάθεση κακών περιουσιακών στοιχείων.
Η ολοκλήρωση του προγράμματος κανονιστικής μεταρρύθμισης είναι ζωτικής σημασίας για να διασφαλιστεί ότι οι αδυναμίες αντιμετωπίζονται και η αβεβαιότητα μειώνεται».

www.bankingnews.gr
Ειδικότερα, σε ένα δείγμα με πάνω από 170 μεγάλες τράπεζες της Γηραιάς Ηπείρου, με συνδυασμένα περιουσιακά στοιχεία ύψους 35 τρισ. δολαρίων, περίπου το ήμισυ είχε χαμηλή απόδοση ιδίων κεφαλαίων το 2016, ενώ μόλις το 15% του συνόλου παρουσίασε υγιή απόδοση ιδίων κεφαλαίων, που ορίζεται ως άνω του 10%.
Η αδύναμη κερδοφορία προκύπτει επίσης από τη χαμηλή απόδοση των περιουσιακών στοιχείων των εγχώριων τραπεζών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Οι κινητήριες δυνάμεις αυτών των αδύναμων αποδόσεων αντικατοπτρίζουν διαφορετικούς συνδυασμούς χαμηλού εισοδήματος, υψηλού κόστους ή προβλέψεις που απαιτούνται για τη δημιουργία κεφαλαιακών «μαξιλαριών» έναντι των μη ενεργών περιουσιακών στοιχείων.
Η οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη θα ενισχύσει την κερδοφορία, καθώς αυξάνονται τα επιτόκια, μειώνονται οι προβλέψεις δανείων και ταυτόχρονα ενισχύονται οι ευκαιρίες δανεισμού, σημειώνουν οι οικονομολόγοι του Ταμείου.
Βέβαια, επισημαίνεται, η έκθεση Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας τον Οκτώβριο 2016 διαπίστωσε ότι μια κυκλική ανάκαμψη στις χώρες του μπλοκ δεν είναι επαρκής για την πλήρη αποκατάσταση της κερδοφορίας των τραπεζών.
Γιατί η χαμηλή κερδοφορία αποτελεί απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα;
Οι σταθερά μη κερδοφόρες τράπεζες δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν αποθεματικά έναντι απροσδόκητων ζημιών, ενώ συχνά δυσκολεύονται να αντλήσουν κεφάλαια σε περιόδους έκτακτης ανάγκης.
Οι ανεπαρκείς αποδόσεις επίσης περιορίζουν την ικανότητα των τραπεζών να επεκτείνουν το δανεισμό και μπορεί να τις ωθήσουν σε αύξηση, αναλαμβάνοντας έτσι μεγαλύτερο ρίσκο.
Το πρόβλημα έγκειται στα αδύναμα επιχειρηματικά μοντέλα ή στα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των συστημάτων στα οποία λειτουργούν οι τράπεζες;

«Και τα δύο.
Ενώ τα επιχειρηματικά μοντέλα υποκρύπτουν προβλήματα κερδοφορίας σε ορισμένα ιδρύματα, οι σταθερά χαμηλές αποδόσεις σε όλες τις τράπεζες ορισμένων χωρών το υποδηλώνουν.
Αυτό μπορεί να φανεί σαφέστερα στις εγχώριες τράπεζες, όπου οι αποδόσεις είναι περισσότερο περιορισμένες από τα χαρακτηριστικά της εγχώριας αγοράς.

Σχεδόν τα τρία τέταρτα αυτών των τραπεζών της έρευνας, είχαν χαμηλή απόδοση ιδίων κεφαλαίων το 2016, σε σύγκριση με λιγότερο από 40% για τους ομοτίμους τους σε διεθνές επίπεδο.
Η έκθεση Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας του Δ.Ν.Τ., τον Απρίλιο 2017, εξετάζει αυτές τις διαρθρωτικές προκλήσεις, ένας εκ των οποίων είναι η υπερβολική τραπεζική.
Οι αιτίες της υπερβολικής τραπεζικής συναλλαγής μπορεί να διαφέρουν από χώρα σε χώρα.
Μια άλλη σημαντική διαρθρωτική πρόκληση είναι ένα μεγάλο μέρος των αποταμιευτικών, συνεργατικών, τραπεζών και κρατικών ιδρυμάτων, που μειώνουν την κερδοφορία άλλων τραπεζών στο σύστημα.

Επιπλέον, τα προβλήματα στην επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων λειτουργούν ως εμπόδιο στην κερδοφορία», σημειώνει το Δ.Ν.Τ., εκτιμώντας ότι ορισμένες χώρες αντιμετωπίζουν αυτά τα διαρθρωτικά ζητήματα, όπως η Δανία, η Ολλανδία και η Ισπανίας.
Κλείνοντας, το Ταμείο υπογραμμίζει ότι οι εποπτικές αρχές πρέπει να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αξιολόγηση της βιωσιμότητας των επιχειρηματικών μοντέλων και να διασφαλίσουν τη λύση για τις τράπεζες που υφίσταται πιέσεις στην κερδοφορία.
«Σε συστήματα με υπερβολικά πολλές τράπεζες, οι αρχές πρέπει να συνεχίσουν να ενθαρρύνουν την ενοποίηση μεταξύ των μικρών και μεσαίων τραπεζών και να διασφαλίζουν ότι αυτό συμβαδίζει με τις μεταρρυθμίσεις της διακυβέρνησης, όπου χρειάζεται.
Η ενοποίηση δεν σημαίνει ότι οι μεγάλες τράπεζες γίνονται μεγαλύτερες.
Επίσης, σε τραπεζικά συστήματα με σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο συγκεκριμένων αναθεωρήσεων ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού για τις τράπεζες που δεν έχουν υποβληθεί σε μία τέτοια άσκηση.
Οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει στη συνέχεια να επιλύσουν τα προβλήματα με τα μη βιώσιμα ιδρύματα.
Η περαιτέρω εναρμόνιση των εθνικών εποπτικών πρακτικών και των νομικών πλαισίων μεταξύ των χωρών θα ενισχύσει επίσης την αποτελεσματικότητα των τραπεζών
Τέλος, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι τράπεζες θα υιοθετήσουν φιλόδοξες, χρονοβόρες στρατηγικές για τη διάθεση κακών περιουσιακών στοιχείων.
Η ολοκλήρωση του προγράμματος κανονιστικής μεταρρύθμισης είναι ζωτικής σημασίας για να διασφαλιστεί ότι οι αδυναμίες αντιμετωπίζονται και η αβεβαιότητα μειώνεται».

www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών