Άρθρο του οικονομολόγου Λέκκα Σαράντου
Ότι και να λέει η κυβέρνηση για τον αντίκτυπο των μέτρων που συνοδεύουν το τρίτο μνημόνιο η πραγματικότητα είναι η μόνη που μπορεί να αποκαλύψει το εύρος των επιπτώσεων.
Συνήθως η μέτρηση των επιπτώσεων της δημοσιονομικής πολιτικής στην οικονομική δραστηριότητα και κατ' επέκταση στο βιοτικό επίπεδο είναι αρκετά δύσκολη δουλειά αφού μιας σειρά δεδομένων ενδεχόμενα να αλλοιώσουν τις παραμέτρους της μέτρησης.
Ο μετρητής ακούει στο όνομα δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής και στην ουσία είναι μια μακροοικονομική μεταβλητή που χρησιμοποιούν οι τεχνοκράτες για να υπολογίσουν το ποσοστό της μείωσης του ΑΕΠ όταν λαμβάνονται μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Όλοι θα θυμούνται την λάθος εκτίμηση του ΔΝΤ κατά το πρώτο μνημόνιο όπου το ταμείο τοποθετούσε τον πολλαπλασιαστή στα επίπεδα του 0,5 για να αποκαλυφθεί εκ των υστέρων ένας πολλαπλασιαστής της τάξεως του 1,7.
Η απόκλιση του λάθους σε θεωρητικό επίπεδο μπορεί να καλυφτεί με την θεώρηση ότι η μέτρηση υπόκειται σε σημαντική αβεβαιότητα πλην όμως σε πρακτικό επίπεδο έχει τρομακτικές συνέπειες στο βιοτικό επίπεδο και την οικονομική δραστηριότητα.
Ο πολλαπλασιαστής 0,5 σημαίνει ότι για κάθε 100 € δημοσιονομικά μέτρα η μείωση του ΑΕΠ σε ετήσια βάση θα είναι της τάξεως των 50 € ενώ αντίστοιχα ο πολλαπλασιαστής του 1,7 σημαίνει μείωση του ΑΕΠ κατά 170€.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που διαμορφώνουν τις επιπτώσεις ενός πακέτου δημοσιονομικών μέτρων με σημαντικότερο την κατάσταση της οικονομίας.
Έχει υπολογιστεί ότι στην ζώνη του ευρώ ο πολλαπλασιαστής ανέρχεται σε βάθος 2ετιας στο 2,5 υπό συνθήκες ύφεσης και 0,1 σε περίοδο ανάπτυξης.
Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να καταλάβει κάποιος τα επίπεδο του πολλαπλασιαστή στην περίπτωση της χώρας μας ειδικά δε μετά από επτά χρόνια ύφεσης.
Σε αυτό τον παράγοντα πρέπει να προστεθούν και άλλοι όπως:
• Tα χαμηλά επιτόκια και η αδυναμία αντιστάθμισης των επιπτώσεων της δημοσιονομικής πολιτικής από την νομισματική.
• Η έλλειψη ρευστότητας και η αδυναμία δανεισμού με αποτέλεσμα να αυξάνεται η οριακή ροπή προς κατανάλωση από το τρέχον εισόδημα.
• Ο υψηλός βαθμός εσωστρέφειας της οικονομίας και η εκ των πραγμάτων εξάρτηση της από την εσωτερική ζήτηση.
• Οι αγκυλώσεις στην λειτουργία των αγορών εργασίας και προϊόντων.
• Η φοροδιαφυγή.
• Η υπεραισιοδοξία ειδικά όταν πιστεύουμε ότι το δυνητικό προϊόν μας θα κυμανθεί σε υψηλά επίπεδα.
• Το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής δηλαδή εάν αφορά δαπάνες ή φόρους ή και τα δυο μαζί.
Στην βάση των ανωτέρω το μέγεθος του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες ενώ υπόκειται σε σημαντικές αβεβαιότητες οι οποίες με την σειρά τους ποικίλλουν ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες και τις διαρθρωτικές αδυναμίες.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι στη χώρα μας η δημοσιονομική προσαρμογή στα πλαίσια των τριών μνημονίων έχει πλέον ιστορικά και πρωτόγνωρα για δυτική χώρα χαρακτηριστικά.
Η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και του βιοτικού επιπέδου έχει πάρει τρομακτικές διαστάσεις σε επίπεδα που χωρίς υπερβολή αγγίζουν τα όρια της γενοκτονίας.
Η ψήφιση μέτρων από βουλευτές που έχουν το ψέμα ως δεύτερη φύση τους και μάλιστα με απώτερο στόχο την δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων σε επίπεδα που θα φθάνουν από το 2018 το 3,5% του ΑΕΠ αγγίζουν την παράνοια.
Ποια οικονομική θεωρία στηρίζει τις επιλογές αυτής της κυβέρνησης;
Σε ποιο οικονομικό εγχειρίδιο αναφέρεται ότι μια οικονομία σε βαθιά και χρονικά παρατεταμένη ύφεση μπορεί να δημιουργεί πρωτογενή πλεόνασμα της τάξεως των 6 δις € ετησίως με την παράλληλη λήψη όλων και περισσότερων υφεσιακών μέτρων;
Η παράνοια της αυταπάτης δεν έχει όρια.
Το άσχημο είναι ότι οι αυταπάτες ξεκινούν από τον πρωθυπουργό γι’αυτό και τα περιθώρια αναστροφής της κατάστασης είναι μηδενικά.
Εξάλλου το εγκληματικό πρώτο εξάμηνο του 2015 και οι ερασιτεχνισμοί τύπου Βαρουφάκη οδήγησαν στο να αναιρεθεί από του δανειστές μας η μεγαλύτερη κατάκτηση που είχε κάνει η χώρα κατά την μνημονιακή περίοδο, αυτή της υιοθέτησης της ανάληψης μέρους του χρέους μας όταν επιτυγχάνονταν πρωτογενή πλεονάσματα.
Με δεδομένο ότι το 60% του σημερινού δημοσίου χρέους διακρατείται από τον EFSF και τα κράτη –μέλη της ένωσης και με το εξίσου δεδομένο ότι η αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων για τα δάνεια του EFSF ξεκινά το 2023 ενώ η αποπληρωμή των χρεολυσίων των διακρατικών δανείων ξεκινά το 2020 η μεγάλη αλήθεια είναι ότι τα μέτρα που λαμβάνονται στα πλαίσια του τρίτου μνημονίου αφορούν τον λογαριασμό που στέλνει στην ελληνική κοινωνία ο λαϊκισμός και η δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ.
Η οικονομική αναρχία και ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός πάντα έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, οδηγούν σε περιόδους λιτότητας και σκληρών μέτρων.
Το ύψος των μέτρων που κατά την περίοδο των μνημονιακών ετών -που επαναλαμβάνουμε δεν αφορούν την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους παρά τις κυβερνητικές κορώνες- οδήγησαν στην μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή είναι αποτέλεσμα πρακτικών τύπου ‘ο λαός στην εξουσία’ παλαιότερα, δεν πληρώνω –δεν πληρώνω’ πρόσφατα, δημαγωγικών προσεγγίσεων τύπου ‘σκίσιμο των μνημονίων’, ‘κατάργηση του ΕΝΦΙΑ’, ‘σεισάχθεια των ατομικών χρεών’ και γραφικών παρεμβάσεων τύπου μετατροπής της τρόικας σε θεσμούς.
Εκείνο που δεν πρέπει σε τελική ανάλυση να μας διαφεύγει είναι ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής απλά μετρά την μιζέρια μας, ποσοτικοποιώντας το κόστος επαναφοράς της οικονομίας μας στην δημοσιονομική ορθοδοξία.
Λέκκας Σαράντος
Οικονομολόγος
www.bankingnews.gr
Συνήθως η μέτρηση των επιπτώσεων της δημοσιονομικής πολιτικής στην οικονομική δραστηριότητα και κατ' επέκταση στο βιοτικό επίπεδο είναι αρκετά δύσκολη δουλειά αφού μιας σειρά δεδομένων ενδεχόμενα να αλλοιώσουν τις παραμέτρους της μέτρησης.
Ο μετρητής ακούει στο όνομα δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής και στην ουσία είναι μια μακροοικονομική μεταβλητή που χρησιμοποιούν οι τεχνοκράτες για να υπολογίσουν το ποσοστό της μείωσης του ΑΕΠ όταν λαμβάνονται μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Όλοι θα θυμούνται την λάθος εκτίμηση του ΔΝΤ κατά το πρώτο μνημόνιο όπου το ταμείο τοποθετούσε τον πολλαπλασιαστή στα επίπεδα του 0,5 για να αποκαλυφθεί εκ των υστέρων ένας πολλαπλασιαστής της τάξεως του 1,7.
Η απόκλιση του λάθους σε θεωρητικό επίπεδο μπορεί να καλυφτεί με την θεώρηση ότι η μέτρηση υπόκειται σε σημαντική αβεβαιότητα πλην όμως σε πρακτικό επίπεδο έχει τρομακτικές συνέπειες στο βιοτικό επίπεδο και την οικονομική δραστηριότητα.
Ο πολλαπλασιαστής 0,5 σημαίνει ότι για κάθε 100 € δημοσιονομικά μέτρα η μείωση του ΑΕΠ σε ετήσια βάση θα είναι της τάξεως των 50 € ενώ αντίστοιχα ο πολλαπλασιαστής του 1,7 σημαίνει μείωση του ΑΕΠ κατά 170€.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που διαμορφώνουν τις επιπτώσεις ενός πακέτου δημοσιονομικών μέτρων με σημαντικότερο την κατάσταση της οικονομίας.
Έχει υπολογιστεί ότι στην ζώνη του ευρώ ο πολλαπλασιαστής ανέρχεται σε βάθος 2ετιας στο 2,5 υπό συνθήκες ύφεσης και 0,1 σε περίοδο ανάπτυξης.
Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να καταλάβει κάποιος τα επίπεδο του πολλαπλασιαστή στην περίπτωση της χώρας μας ειδικά δε μετά από επτά χρόνια ύφεσης.
Σε αυτό τον παράγοντα πρέπει να προστεθούν και άλλοι όπως:
• Tα χαμηλά επιτόκια και η αδυναμία αντιστάθμισης των επιπτώσεων της δημοσιονομικής πολιτικής από την νομισματική.
• Η έλλειψη ρευστότητας και η αδυναμία δανεισμού με αποτέλεσμα να αυξάνεται η οριακή ροπή προς κατανάλωση από το τρέχον εισόδημα.
• Ο υψηλός βαθμός εσωστρέφειας της οικονομίας και η εκ των πραγμάτων εξάρτηση της από την εσωτερική ζήτηση.
• Οι αγκυλώσεις στην λειτουργία των αγορών εργασίας και προϊόντων.
• Η φοροδιαφυγή.
• Η υπεραισιοδοξία ειδικά όταν πιστεύουμε ότι το δυνητικό προϊόν μας θα κυμανθεί σε υψηλά επίπεδα.
• Το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής δηλαδή εάν αφορά δαπάνες ή φόρους ή και τα δυο μαζί.
Στην βάση των ανωτέρω το μέγεθος του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες ενώ υπόκειται σε σημαντικές αβεβαιότητες οι οποίες με την σειρά τους ποικίλλουν ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες και τις διαρθρωτικές αδυναμίες.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι στη χώρα μας η δημοσιονομική προσαρμογή στα πλαίσια των τριών μνημονίων έχει πλέον ιστορικά και πρωτόγνωρα για δυτική χώρα χαρακτηριστικά.
Η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και του βιοτικού επιπέδου έχει πάρει τρομακτικές διαστάσεις σε επίπεδα που χωρίς υπερβολή αγγίζουν τα όρια της γενοκτονίας.
Η ψήφιση μέτρων από βουλευτές που έχουν το ψέμα ως δεύτερη φύση τους και μάλιστα με απώτερο στόχο την δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων σε επίπεδα που θα φθάνουν από το 2018 το 3,5% του ΑΕΠ αγγίζουν την παράνοια.
Ποια οικονομική θεωρία στηρίζει τις επιλογές αυτής της κυβέρνησης;
Σε ποιο οικονομικό εγχειρίδιο αναφέρεται ότι μια οικονομία σε βαθιά και χρονικά παρατεταμένη ύφεση μπορεί να δημιουργεί πρωτογενή πλεόνασμα της τάξεως των 6 δις € ετησίως με την παράλληλη λήψη όλων και περισσότερων υφεσιακών μέτρων;
Η παράνοια της αυταπάτης δεν έχει όρια.
Το άσχημο είναι ότι οι αυταπάτες ξεκινούν από τον πρωθυπουργό γι’αυτό και τα περιθώρια αναστροφής της κατάστασης είναι μηδενικά.
Εξάλλου το εγκληματικό πρώτο εξάμηνο του 2015 και οι ερασιτεχνισμοί τύπου Βαρουφάκη οδήγησαν στο να αναιρεθεί από του δανειστές μας η μεγαλύτερη κατάκτηση που είχε κάνει η χώρα κατά την μνημονιακή περίοδο, αυτή της υιοθέτησης της ανάληψης μέρους του χρέους μας όταν επιτυγχάνονταν πρωτογενή πλεονάσματα.
Με δεδομένο ότι το 60% του σημερινού δημοσίου χρέους διακρατείται από τον EFSF και τα κράτη –μέλη της ένωσης και με το εξίσου δεδομένο ότι η αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων για τα δάνεια του EFSF ξεκινά το 2023 ενώ η αποπληρωμή των χρεολυσίων των διακρατικών δανείων ξεκινά το 2020 η μεγάλη αλήθεια είναι ότι τα μέτρα που λαμβάνονται στα πλαίσια του τρίτου μνημονίου αφορούν τον λογαριασμό που στέλνει στην ελληνική κοινωνία ο λαϊκισμός και η δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ.
Η οικονομική αναρχία και ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός πάντα έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, οδηγούν σε περιόδους λιτότητας και σκληρών μέτρων.
Το ύψος των μέτρων που κατά την περίοδο των μνημονιακών ετών -που επαναλαμβάνουμε δεν αφορούν την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους παρά τις κυβερνητικές κορώνες- οδήγησαν στην μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή είναι αποτέλεσμα πρακτικών τύπου ‘ο λαός στην εξουσία’ παλαιότερα, δεν πληρώνω –δεν πληρώνω’ πρόσφατα, δημαγωγικών προσεγγίσεων τύπου ‘σκίσιμο των μνημονίων’, ‘κατάργηση του ΕΝΦΙΑ’, ‘σεισάχθεια των ατομικών χρεών’ και γραφικών παρεμβάσεων τύπου μετατροπής της τρόικας σε θεσμούς.
Εκείνο που δεν πρέπει σε τελική ανάλυση να μας διαφεύγει είναι ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής απλά μετρά την μιζέρια μας, ποσοτικοποιώντας το κόστος επαναφοράς της οικονομίας μας στην δημοσιονομική ορθοδοξία.
Λέκκας Σαράντος
Οικονομολόγος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών