Το ΔΝΤ θα είναι σε θέση να παρέχει οποιαδήποτε χρηματοδότηση στην Ελλάδα, μέχρι την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών....
Όλα τα μάτια είναι στραμμένα στην Ελλάδα, καθώς τα εμπλεκόμενα αναζητούν μια βιώσιμη λύση, ασκώντας κριτική στο ΔΝΤ αναφέρει ο οικονομολόγος του ΔΝΤ Ο. Blanchard σε άρθρο του.
Στο πλαίσιο αυτό, σκέφτηκα μερικές σκέψεις να καταθέσω αντικρούοντας την κριτική που δεχόμαστε, αλλά και να λάμψει η αλήθεια.
Οι κυριότερες κριτικές, όπως τις βλέπω, εμπίπτουν στις εξής τέσσερις κατηγορίες:
1)Το πρόγραμμα του 2010 αύξησε το χρέος στην Ελλάδα και απαίτησε υπερβολική δημοσιονομική προσαρμογή.
2)Η χρηματοδότηση προς την Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή ξένων τραπεζών.
3)Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με την δημοσιονομική λιτότητα, έχουν οδηγήσει σε οικονομική ύφεση.
4)Οι πιστωτές δεν έχουν μάθει τίποτα και επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη.
Κριτική πρώτη:
Το πρόγραμμα του 2010 χρησίμευσε μόνο για την αύξηση του χρέους και απαίτησε την υπερβολική δημοσιονομική προσαρμογή.
Ακόμη και πριν από το πρόγραμμα του 2010, το χρέος στην Ελλάδα ήταν 300 δισ, ή 130% του ΑΕΠ.
Το έλλειμμα ήταν 36 δισ, ή 15,5% του ΑΕΠ.
Το χρέος αυξανόταν κατά 12% ετησίω, και αυτό ήταν σαφώς μη βιώσιμο.
Η Ελλάδα αν είχε αφεθεί μόνη της, θα ήταν απλά αδύνατο να δανειστεί.
Οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες αγγίζουν το 20-25% του ΑΕΠ, θα έπρεπε να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα κάτω από το ποσοστό αυτό.
Ακόμα κι αν είχε κηρύξει στάση πληρωμών η Ελλάδα, δεδομένου του πρωτογενούς ελλείμματος πάνω από 10% του ΑΕΠ, θα έπρεπε να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα κατά 10% του ΑΕΠ από τη μία μέρα στην άλλη.
Αυτά θα οδηγούσε σε πολύ μεγαλύτερες προσαρμογές και θα επέφερε πολύ υψηλότερο κοινωνικό κόστος.
Ακόμα και αν το υφιστάμενο χρέος είχε εξαλειφθεί πλήρως, το πρωτογενές έλλειμμα, το οποίο ήταν πολύ μεγάλο κατά την έναρξη του προγράμματος, θα έπρεπε να μειωθεί.
Η δημοσιονομική λιτότητα δεν ήταν μια επιλογή, αλλά αναγκαιότητα.
Η μείωση του ελλείμματος ήταν μεγάλη, επειδή το αρχικό έλλειμμα ήταν μεγάλο.
Πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή, θα απαιτούσε ακόμη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους έναντι των χρημάτων που χορήγησαν οι πιστωτές..
Κριτική δεύτερη:
Η χρηματοδότηση προς την Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή ξένων τραπεζών.
Η αναδιάρθρωση του χρέους καθυστέρησε κατά δύο έτη.
Υπήρχαν λόγοι γι 'αυτό, λόγω του κινδύνου μετάδοσης καθώς η χρεοκοπία της Lehman ήταν νωπή στη μνήμη.
Εν μέρει ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης αυτής, ένα σημαντικό τμήμα των κονδυλίων του πρώτου προγράμματος χρησιμοποιήθηκαν για την πληρωμή βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων αντικαθιστώντας το ιδιωτικό χρέος με δημόσιο χρέος.
Από το bail-out ωστόσο δεν επωφελήθηκαν μόνο οι ξένες τράπεζες, αλλά και Έλληνες καταθέτες και τα νοικοκυριά, καθώς το ένα τρίτο του χρέους το κατείχαν ελληνικές τράπεζες και ταμεία.
Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (PSI+) το 2012 οδήγησε σε μείωση άνω του 50% ή συνολικά 100 δισεκ που σημαίνει μείωση χρέους 10.000 ευρώ ανά Έλληνα πολίτη.
Η μετατροπή του χρέους από ιδιωτικό στους επίσημους πιστωτές πραγματοποιήθηκε με πολύ καλύτερους όρους, δηλαδή χαμηλότερα επιτόκια και μεγάλες διάρκειες αποπληρωμής.
Οι πληρωμές τόκων το 2014 ανήλθαν σε 6 δισεκ. ευρώ (3,2% του ΑΕΠ), σε σύγκριση με 12 δισεκ. το 2009.
Οι πληρωμές τόκων στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από τις πληρωμές τόκων στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία, ή Ιταλία.
Κριτική τρίτη:
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με την δημοσιονομική λιτότητα, έχουν οδηγήσει σε οικονομική ύφεση
Με δεδομένη την χαμηλή παραγωγικότητα στην Ελλάδα πριν από το πρόγραμμα, μια σειρά από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θεωρούνταν απαραίτητες.
Μεταρρυθμίσεις στην φορολογική διοίκηση, απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων, συνταξιοδοτικό, μεταρρυθμίσεις στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, μεταρρυθμίσεις του δικαστικού συστήματος κ.α. ήταν απαραίτητες.
Πολλές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις είτε δεν εφαρμόστηκαν ή δεν εφαρμόζονται σε επαρκή κλίμακα.
Οι προσπάθειες για τη βελτίωση της είσπραξης των φόρων και η κουλτούρα πληρωμή απέτυχε εντελώς.
Υπήρξε ισχυρή αντίσταση για να ανοίξουν κλειστά επαγγέλματα. Μόνο 5 από 12 προγραμματισμένες αξιολογήσεις του ΔΝΤ στο πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος είχαν ολοκληρωθεί και μόνο μια είχε ολοκληρωθεί από τα μέσα του 2013, λόγω της αποτυχίας της ελληνικής κυβέρνησης να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις.
Η μείωση της παραγωγής ήταν πράγματι πολύ μεγαλύτερη από ότι είχε προβλεφθεί.
Οι πολλαπλασιαστές ήταν μεγαλύτεροι από ότι αρχικά είχαν εκτιμηθεί.
Αλλά η δημοσιονομική εξυγίανση εξηγεί μόνο ένα κλάσμα της μείωσης της παραγωγής.
Πολιτικές κρίσεις, ασυνεπείς πολιτικές, ανεπαρκείς μεταρρυθμίσεις, Grexit, χαμηλή επιχειρηματική εμπιστοσύνη, αδύναμες τράπεζες, οδήγησαν στην αποτυχία.
Κριτική τέταρτη:
Οι πιστωτές δεν έχουν μάθει τίποτα και επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση το 2015, αντιτάχθηκε ανοιχτά στο πρόγραμμα, ζητώντας επανεξέταση του υπάρχοντος προγράμματος, τόσο όσον αφορά τις πολιτικές όσο και ως προς την χρηματοδότηση.
Με τις ελάχιστες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με την βραδύτερη δημοσιονομική προσαρμογή οδηγούν μαθηματικά σε μεγαλύτερες χρηματοδοτικές ανάγκες και κατά συνέπεια, μεγαλύτερη ανάγκη για την ελάφρυνση του χρέους.
Σε μια ακραία περίπτωση, που ευρωπαίοι δανειστές ήταν πρόθυμοι να διαγράψουν όλα τα υπάρχοντα χρέη και να επεκτείνουν περαιτέρω την χρηματοδότηση, δεν θα υπήρχε ανάγκη για ρυθμίσεις.
Αλλά, προφανώς, υπάρχουν και πολιτικά όρια στο τι μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση για μια άλλη κυβέρνηση.
Έτσι, μια ρεαλιστική λύση έπρεπε να περιλαμβάνει κάποιας μορφής προσαρμογή, κάποια χρηματοδότηση και κάποια ελάφρυνση του χρέους με ισορροπημένο τρόπο.
Ο ρόλος του ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις ήταν να ζητήσουμε αξιόπιστες προσαρμογές στις πολιτικές και να προτείνουμε λύσεις στα θέματα της χρηματοδότησης και του χρέους.
Πιστεύαμε ότι με ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, θα μπορούσαμε να πετύχουμε βιωσιμότητα του χρέους.
Αφού εξέτασε το ΔΝΤ, προσεκτικά τον προϋπολογισμό, κατανόησε ότι δεν μπορεί να πετύχει τους στόχους, χωρίς τη μεταρρύθμιση του ΦΠΑ για να διευρυνθεί η φορολογική βάση και χωρίς την μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος για να θέσει το συνταξιοδοτικό σύστημα σε μια βιώσιμη βάση.
Οι θέσεις του ΔΝΤ συμπίπτουν πλήρως με εκείνες των ευρωπαίων εταίρων μας.
Μέχρι το δημοψήφισμα και τις πιθανές επιπτώσεις στην ανάπτυξη, πιστεύαμε ότι κάτω από αυτές τις υποθέσεις για το πρωτογενές πλεόνασμα, η βιωσιμότητα του χρέους θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της αναδιάρθρωσης του υφιστάμενου χρέους και μέσο επιμήκυνσης.
Αυτό κατεγράφη στην προκαταρκτική ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους (DSA) που παρουσιάστηκε πριν από το δημοψήφισμα. Η εκτίμησή μας θεωρήθηκε ως υπερβολικά απαισιόδοξη από τους Ευρωπαίους εταίρους μας, στους οποίους είχαμε κοινοποιήσει τις απόψεις μας σχετικά με την ανάγκη για ελάφρυνση του χρέους πολύ πριν από τη δημοσίευση της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους.
Πιστεύουμε ότι οι τρέχουσες εξελίξεις μπορεί επίσης καταλήγουν στην ανάγκη για ακόμη περισσότερη χρηματοδότηση, καθώς και υποστήριξη των τραπεζών.
Η πορεία προς το μέλλον
Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος και η εντολή που δόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση, πιστεύουμε ότι μπορεί να υπάρχει ακόμη περιθώριο για την επίτευξη συμφωνίας. Θα πρέπει να βασίζεται σε ένα σύνολο πολιτικών κοντά σε αυτά που συζητήθηκαν πριν από το δημοψήφισμα.
Η ελληνική κυβέρνηση ζητά τώρα ένα πρόγραμμα για 3 χρόνια και μια πιο ρητή αναγνώριση της ανάγκης για περισσότερη χρηματοδότηση και ελάφρυνση του χρέους.
Ουσιαστικά, η ζώνη του ευρώ βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πολιτική επιλογή:
Μικρότερες μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομικοί στόχοι για την Ελλάδα σημαίνουν υψηλότερο κόστος για τις πιστώτριες χώρες.
Ο ρόλος του ΔΝΤ στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι να συστήσει μια συγκεκριμένη λύση, αλλά να δείξει την αντίστροφη σχέση μεταξύ της μικρότερης δημοσιονομικής προσαρμογή και λιγότερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την ανάγκη για περισσότερη χρηματοδότηση και ελάφρυνση του χρέους.
Ο χρόνος είναι πολύτιμος για να υπάρξει συμφωνία.
Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η έξοδος από το ευρώ θα ήταν εξαιρετικά δαπανηρή για την Ελλάδα και τους πιστωτές της.
Η εισαγωγή ενός νέου νομίσματος και της μετατροπής των συμβάσεων, θα δημιουργούσε εξαιρετικά περίπλοκα νομικά και τεχνικά ζητήματα και είναι πιθανό να οδηγούσε σε περαιτέρω μεγάλη μείωση της παραγωγής.
Ακόμη και με υποτίμηση του νέου νομίσματος θα απαιτούσε πολύ χρόνο για να υπάρξει σημαντική ανάκαμψη.
Εν ολίγοις, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι υπάρχει δρόμος προς τα εμπρός, υπάρχει μέλλον.
Το Ταμείο έχει δεσμευθεί να βοηθήσει την Ελλάδα αυτή την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Λαμβάνοντας υπόψη την αποτυχία της Ελλάδος να αποπληρώσει το ΔΝΤ στις 30 Ιουνίου, το Ταμείο θα είναι σε θέση να παρέχει οποιαδήποτε χρηματοδότηση μέχρι την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Ωστόσο το ΔΝΤ θα παράσχει τεχνική βοήθεια.
Μεταφραστική επιμέλεια Π. Λαζάρου
www.bankingnews.gr
Στο πλαίσιο αυτό, σκέφτηκα μερικές σκέψεις να καταθέσω αντικρούοντας την κριτική που δεχόμαστε, αλλά και να λάμψει η αλήθεια.
Οι κυριότερες κριτικές, όπως τις βλέπω, εμπίπτουν στις εξής τέσσερις κατηγορίες:
1)Το πρόγραμμα του 2010 αύξησε το χρέος στην Ελλάδα και απαίτησε υπερβολική δημοσιονομική προσαρμογή.
2)Η χρηματοδότηση προς την Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή ξένων τραπεζών.
3)Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με την δημοσιονομική λιτότητα, έχουν οδηγήσει σε οικονομική ύφεση.
4)Οι πιστωτές δεν έχουν μάθει τίποτα και επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη.
Κριτική πρώτη:
Το πρόγραμμα του 2010 χρησίμευσε μόνο για την αύξηση του χρέους και απαίτησε την υπερβολική δημοσιονομική προσαρμογή.
Ακόμη και πριν από το πρόγραμμα του 2010, το χρέος στην Ελλάδα ήταν 300 δισ, ή 130% του ΑΕΠ.
Το έλλειμμα ήταν 36 δισ, ή 15,5% του ΑΕΠ.
Το χρέος αυξανόταν κατά 12% ετησίω, και αυτό ήταν σαφώς μη βιώσιμο.
Η Ελλάδα αν είχε αφεθεί μόνη της, θα ήταν απλά αδύνατο να δανειστεί.
Οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες αγγίζουν το 20-25% του ΑΕΠ, θα έπρεπε να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα κάτω από το ποσοστό αυτό.
Ακόμα κι αν είχε κηρύξει στάση πληρωμών η Ελλάδα, δεδομένου του πρωτογενούς ελλείμματος πάνω από 10% του ΑΕΠ, θα έπρεπε να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα κατά 10% του ΑΕΠ από τη μία μέρα στην άλλη.
Αυτά θα οδηγούσε σε πολύ μεγαλύτερες προσαρμογές και θα επέφερε πολύ υψηλότερο κοινωνικό κόστος.
Ακόμα και αν το υφιστάμενο χρέος είχε εξαλειφθεί πλήρως, το πρωτογενές έλλειμμα, το οποίο ήταν πολύ μεγάλο κατά την έναρξη του προγράμματος, θα έπρεπε να μειωθεί.
Η δημοσιονομική λιτότητα δεν ήταν μια επιλογή, αλλά αναγκαιότητα.
Η μείωση του ελλείμματος ήταν μεγάλη, επειδή το αρχικό έλλειμμα ήταν μεγάλο.
Πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή, θα απαιτούσε ακόμη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους έναντι των χρημάτων που χορήγησαν οι πιστωτές..
Κριτική δεύτερη:
Η χρηματοδότηση προς την Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή ξένων τραπεζών.
Η αναδιάρθρωση του χρέους καθυστέρησε κατά δύο έτη.
Υπήρχαν λόγοι γι 'αυτό, λόγω του κινδύνου μετάδοσης καθώς η χρεοκοπία της Lehman ήταν νωπή στη μνήμη.
Εν μέρει ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης αυτής, ένα σημαντικό τμήμα των κονδυλίων του πρώτου προγράμματος χρησιμοποιήθηκαν για την πληρωμή βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων αντικαθιστώντας το ιδιωτικό χρέος με δημόσιο χρέος.
Από το bail-out ωστόσο δεν επωφελήθηκαν μόνο οι ξένες τράπεζες, αλλά και Έλληνες καταθέτες και τα νοικοκυριά, καθώς το ένα τρίτο του χρέους το κατείχαν ελληνικές τράπεζες και ταμεία.
Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (PSI+) το 2012 οδήγησε σε μείωση άνω του 50% ή συνολικά 100 δισεκ που σημαίνει μείωση χρέους 10.000 ευρώ ανά Έλληνα πολίτη.
Η μετατροπή του χρέους από ιδιωτικό στους επίσημους πιστωτές πραγματοποιήθηκε με πολύ καλύτερους όρους, δηλαδή χαμηλότερα επιτόκια και μεγάλες διάρκειες αποπληρωμής.
Οι πληρωμές τόκων το 2014 ανήλθαν σε 6 δισεκ. ευρώ (3,2% του ΑΕΠ), σε σύγκριση με 12 δισεκ. το 2009.
Οι πληρωμές τόκων στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από τις πληρωμές τόκων στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία, ή Ιταλία.
Κριτική τρίτη:
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με την δημοσιονομική λιτότητα, έχουν οδηγήσει σε οικονομική ύφεση
Με δεδομένη την χαμηλή παραγωγικότητα στην Ελλάδα πριν από το πρόγραμμα, μια σειρά από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θεωρούνταν απαραίτητες.
Μεταρρυθμίσεις στην φορολογική διοίκηση, απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων, συνταξιοδοτικό, μεταρρυθμίσεις στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, μεταρρυθμίσεις του δικαστικού συστήματος κ.α. ήταν απαραίτητες.
Πολλές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις είτε δεν εφαρμόστηκαν ή δεν εφαρμόζονται σε επαρκή κλίμακα.
Οι προσπάθειες για τη βελτίωση της είσπραξης των φόρων και η κουλτούρα πληρωμή απέτυχε εντελώς.
Υπήρξε ισχυρή αντίσταση για να ανοίξουν κλειστά επαγγέλματα. Μόνο 5 από 12 προγραμματισμένες αξιολογήσεις του ΔΝΤ στο πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος είχαν ολοκληρωθεί και μόνο μια είχε ολοκληρωθεί από τα μέσα του 2013, λόγω της αποτυχίας της ελληνικής κυβέρνησης να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις.
Η μείωση της παραγωγής ήταν πράγματι πολύ μεγαλύτερη από ότι είχε προβλεφθεί.
Οι πολλαπλασιαστές ήταν μεγαλύτεροι από ότι αρχικά είχαν εκτιμηθεί.
Αλλά η δημοσιονομική εξυγίανση εξηγεί μόνο ένα κλάσμα της μείωσης της παραγωγής.
Πολιτικές κρίσεις, ασυνεπείς πολιτικές, ανεπαρκείς μεταρρυθμίσεις, Grexit, χαμηλή επιχειρηματική εμπιστοσύνη, αδύναμες τράπεζες, οδήγησαν στην αποτυχία.
Κριτική τέταρτη:
Οι πιστωτές δεν έχουν μάθει τίποτα και επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση το 2015, αντιτάχθηκε ανοιχτά στο πρόγραμμα, ζητώντας επανεξέταση του υπάρχοντος προγράμματος, τόσο όσον αφορά τις πολιτικές όσο και ως προς την χρηματοδότηση.
Με τις ελάχιστες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με την βραδύτερη δημοσιονομική προσαρμογή οδηγούν μαθηματικά σε μεγαλύτερες χρηματοδοτικές ανάγκες και κατά συνέπεια, μεγαλύτερη ανάγκη για την ελάφρυνση του χρέους.
Σε μια ακραία περίπτωση, που ευρωπαίοι δανειστές ήταν πρόθυμοι να διαγράψουν όλα τα υπάρχοντα χρέη και να επεκτείνουν περαιτέρω την χρηματοδότηση, δεν θα υπήρχε ανάγκη για ρυθμίσεις.
Αλλά, προφανώς, υπάρχουν και πολιτικά όρια στο τι μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση για μια άλλη κυβέρνηση.
Έτσι, μια ρεαλιστική λύση έπρεπε να περιλαμβάνει κάποιας μορφής προσαρμογή, κάποια χρηματοδότηση και κάποια ελάφρυνση του χρέους με ισορροπημένο τρόπο.
Ο ρόλος του ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις ήταν να ζητήσουμε αξιόπιστες προσαρμογές στις πολιτικές και να προτείνουμε λύσεις στα θέματα της χρηματοδότησης και του χρέους.
Πιστεύαμε ότι με ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, θα μπορούσαμε να πετύχουμε βιωσιμότητα του χρέους.
Αφού εξέτασε το ΔΝΤ, προσεκτικά τον προϋπολογισμό, κατανόησε ότι δεν μπορεί να πετύχει τους στόχους, χωρίς τη μεταρρύθμιση του ΦΠΑ για να διευρυνθεί η φορολογική βάση και χωρίς την μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος για να θέσει το συνταξιοδοτικό σύστημα σε μια βιώσιμη βάση.
Οι θέσεις του ΔΝΤ συμπίπτουν πλήρως με εκείνες των ευρωπαίων εταίρων μας.
Μέχρι το δημοψήφισμα και τις πιθανές επιπτώσεις στην ανάπτυξη, πιστεύαμε ότι κάτω από αυτές τις υποθέσεις για το πρωτογενές πλεόνασμα, η βιωσιμότητα του χρέους θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της αναδιάρθρωσης του υφιστάμενου χρέους και μέσο επιμήκυνσης.
Αυτό κατεγράφη στην προκαταρκτική ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους (DSA) που παρουσιάστηκε πριν από το δημοψήφισμα. Η εκτίμησή μας θεωρήθηκε ως υπερβολικά απαισιόδοξη από τους Ευρωπαίους εταίρους μας, στους οποίους είχαμε κοινοποιήσει τις απόψεις μας σχετικά με την ανάγκη για ελάφρυνση του χρέους πολύ πριν από τη δημοσίευση της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους.
Πιστεύουμε ότι οι τρέχουσες εξελίξεις μπορεί επίσης καταλήγουν στην ανάγκη για ακόμη περισσότερη χρηματοδότηση, καθώς και υποστήριξη των τραπεζών.
Η πορεία προς το μέλλον
Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος και η εντολή που δόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση, πιστεύουμε ότι μπορεί να υπάρχει ακόμη περιθώριο για την επίτευξη συμφωνίας. Θα πρέπει να βασίζεται σε ένα σύνολο πολιτικών κοντά σε αυτά που συζητήθηκαν πριν από το δημοψήφισμα.
Η ελληνική κυβέρνηση ζητά τώρα ένα πρόγραμμα για 3 χρόνια και μια πιο ρητή αναγνώριση της ανάγκης για περισσότερη χρηματοδότηση και ελάφρυνση του χρέους.
Ουσιαστικά, η ζώνη του ευρώ βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πολιτική επιλογή:
Μικρότερες μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομικοί στόχοι για την Ελλάδα σημαίνουν υψηλότερο κόστος για τις πιστώτριες χώρες.
Ο ρόλος του ΔΝΤ στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι να συστήσει μια συγκεκριμένη λύση, αλλά να δείξει την αντίστροφη σχέση μεταξύ της μικρότερης δημοσιονομικής προσαρμογή και λιγότερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την ανάγκη για περισσότερη χρηματοδότηση και ελάφρυνση του χρέους.
Ο χρόνος είναι πολύτιμος για να υπάρξει συμφωνία.
Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η έξοδος από το ευρώ θα ήταν εξαιρετικά δαπανηρή για την Ελλάδα και τους πιστωτές της.
Η εισαγωγή ενός νέου νομίσματος και της μετατροπής των συμβάσεων, θα δημιουργούσε εξαιρετικά περίπλοκα νομικά και τεχνικά ζητήματα και είναι πιθανό να οδηγούσε σε περαιτέρω μεγάλη μείωση της παραγωγής.
Ακόμη και με υποτίμηση του νέου νομίσματος θα απαιτούσε πολύ χρόνο για να υπάρξει σημαντική ανάκαμψη.
Εν ολίγοις, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι υπάρχει δρόμος προς τα εμπρός, υπάρχει μέλλον.
Το Ταμείο έχει δεσμευθεί να βοηθήσει την Ελλάδα αυτή την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Λαμβάνοντας υπόψη την αποτυχία της Ελλάδος να αποπληρώσει το ΔΝΤ στις 30 Ιουνίου, το Ταμείο θα είναι σε θέση να παρέχει οποιαδήποτε χρηματοδότηση μέχρι την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Ωστόσο το ΔΝΤ θα παράσχει τεχνική βοήθεια.
Μεταφραστική επιμέλεια Π. Λαζάρου
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών