Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

L.B. Smaghi (οικονομολόγος): Δεν αποτελεί λύση η υποτίμηση του κινδύνου ενός Grexit

L.B. Smaghi (οικονομολόγος): Δεν αποτελεί λύση η υποτίμηση του κινδύνου ενός Grexit
Αν όντως προκύψει έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, θα τεθούν υπό αμφισβήτηση πολλές από τις έως τώρα παραδοχές
Δεν αποτελεί λύση η υποτίμηση του κινδύνου μιας πιθανής εξόδου της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ, σύμφωνα με άρθρο του Lorenzo Bini Smaghi, ιταλού οικονομολόγου και πρώην μέλους του δ.σ. της ΕΚΤ στη βρετανική εφημερίδα «Financial Times».
Βάσει των μέχρι τώρα εικασιών, η Ευρωζώνη είναι καλύτερα εξοπλισμένη έναντι του 2011 προκειμένου να απορροφήσει ένα σοκ από μια έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ.
Η σχετική ηρεμία που υπάρχει στις χρηματοπιστωτικές αγορές, άλλωστε, τις τελευταίες εβδομάδες φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτή την άποψη.
Ωστόσο, πολλές από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται αυτή η εκτίμηση μπορεί να τεθούν υπό σοβαρή αμφισβήτηση αν όντως προκύψει ένα Grexit.
Όπως σημειώνει ο ιταλός οικονομολόγος, είναι αλήθεια ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια το θεσμικό πλαίσιο έχει ισχυροποιηθεί με διάφορους τρόπους: ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας υποστηρίζει τα προγράμματα προσαρμογής των χωρών μελών, η ΕΚΤ έχει υιοθετήσει ένα πρόγραμμα οριστικών νομισματικών συναλλαγών για να προστατέψει τις χώρες έναντι ενός κινδύνου μιας ανεπιθύμητης εξόδους, η ΕΚΤ έχει θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, που βοηθά στην αύξηση της ρευστότητας και τη μείωση των επιτοκίων σε όλες τις χώρες και τέλος, έχει δημιουργηθεί η τραπεζική ένωση, με στόχο την αύξηση της σταθερότητας του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον L.B. Smaghi, είναι πολύ δύσκολο να προκαταβάλει κανείς τι θα μπορούσε να συμβεί αν μια χώρα όπως η Ελλάδα εξέλθει της νομισματικής ένωσης.
Πολλοί εκτιμούν ότι τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι παρόμοια με αυτά μιας υποτίμησης ενός νομίσματος και μιας στάσης πληρωμών.
Αυτό όμως αποτελεί κατά τον ιταλό οικονομολόγο υπεραπλούστευση, που πιθανόν υποτιμά τις συνολικές συνέπειες τόσο για την Ελλάδα όσο και τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η μετάδοση της κρίσης είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί, καθώς αντικατοπτρίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ εκατομμυρίων συμμετεχόντων στις αγορές, αντιδρώντας σε ένα γεγονός χωρίς προηγούμενο, όπως έχει καταδείξει η εμπειρία από το επεισόδιο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους το 2011-12.
Η πρόσφατη αύξηση των spreads των ομολόγων των Πορτογαλίας, Ισπανίας και Ιταλίας αντικατοπτρίζει την αύξηση της πιθανότητας ενός ελληνικού γεγονότος, όμως μια έξοδος από το ευρώ αποτελεί αλλαγή του καθεστώτος, που μπορεί να προκαλέσει διαταραχή στις αγορές.
Ο δεύτερος λόγος που τίθενται υπό αμφισβήτηση αυτές οι παραδοχές είναι ότι, παρά τη δημιουργία της τραπεζικής ένωσης, η συσχέτιση μεταξύ των εθνικών και τραπεζικών κινδύνων δεν έχει ακόμη εξαλειφθεί εντελώς.
Όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, οι τράπεζες ακόμη διακρατούν μια σημαντική ποσότητα του χρέους των χωρών τους.
Ο κίνδυνος παραμένει υψηλός αν οι τράπεζες είναι απρόθυμες να πωλήσουν αυτά τα περιουσιακά στοιχεία υπό το QE της ΕΚΤ και αν δεν χρησιμοποιήσουν τα έσοδα για να ισχυροποιήσουν την κεφαλαιακή τους θέση.
Ο τρίτος λόγος είναι το δίχτυ ασφαλείας που έχει τεθεί με την ισχυροποίηση του θεσμικού πλαισίου προκειμένου να υπερασπίσει άλλες χώρες από μια μετάδοση της κρίσης υπόκειται στην υποχρέωση της υιοθέτησης ενός προγράμματος προσαρμογής με την τρόικα.
Πέραν της Ελλάδας και της Κύπρου, καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν επωφελείται από ένα πρόγραμμα προσαρμογής, καθώς Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ισπανία έχουν ήδη αφήσει πίσω τα δικά τους.
Η εκ νέου αίτηση για ένα πρόγραμμα είναι εξαιρετικά δύσκολη για τις πολιτικές αρχές αυτών των χωρών, ειδικά με τις εκλογές να πλησιάζουν σε μερικές από αυτές.
Ο τέταρτος λόγος είναι ότι μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ και χρεοκοπία θα προκαλέσει αύξηση του καθαρού δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων άλλων χωρών μελών της Ευρωζώνης, κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει λαϊκές αντιευρωπαϊκές αντιδράσεις και όχι μόνο στη Βόρεια Ευρώπη.
Οι ανησυχίες εκείνων που ήταν κατά της διάσωσης της Ελλάδας πριν από μερικά χρόνια θα επιβεβαιώνονταν, κάνοντας ακόμη πιο δύσκολο να εγκριθούν νέα προγράμματα χρηματοδότησης.
Η ανάγκη ομόφωνων αποφάσεων στον ESM και η προσφυγή στα εθνικά κοινοβούλια σε κάποιες χώρες, παραμένει ένα ρήγμα στον μηχανισμό.
Ο πέμπτος λόγος είναι ότι η γενική παραδοχή ότι η ΕΚΤ θα επέμβει και θα κατακλύσει τις αγορές με ρευστότητα, ειδικά με το QE, μπορεί να είναι υπεραισιόδοξη.
Το βασικό επιχείρημα της ΕΚΤ προς υπεράσπιση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) είναι ότι αποτελεί βασικό εργαλείο νομισματικής πολιτικής, με στόχο την αποκατάσταση της σταθερότητας των τιμών.
Προκειμένου η ΕΚΤ να προχωρήσει σε αύξηση του αριθμού των ομολόγων που θα αγοράζει μηνιαίως, θα έπρεπε να καταδείξει ότι οι εντάσεις που δημιουργήθηκαν από μια έξοδο της Ελλάδας αύξησαν σημαντικά τον κίνδυνο αποπληθωρισμού για το σύνολο της Ευρωζώνης.
Θα απαιτηθεί χρόνος, σημειώνει ο ιταλός οικονομολόγος, προκειμένου να χτιστεί μια τέτοια αντίληψη.
Τέλος, ακόμη και αν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία χρησιμοποιηθούν με επιτυχία για την προστασία της Ευρωζώνης από ένα Grexit και την ελαχιστοποίηση της εξάπλωσης της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον της νομισματικής ένωσης αναπόφευκτα θα ανανεωθεί.
Αν δεν υπάρξει μια μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία, που σαφώς θα καταδείξει ότι οι απομείνασες 18 χώρες μέλη είναι σε θέση να καταστήσουν το νόμισμα βιώσιμο και ανθεκτικό σε μεγάλα σοκ, η αβεβαιότητα πιθανόν να εξαπλωθεί στην πραγματική οικονομία.
Μια νέα οικονομική επιβράδυνση θα μπορούσε να υπονομεύσει την εύθραυστη ανάκαμψη στην Ευρωζώνη.
Θα μπορούσε να προκληθεί ένας νέος φαύλος κύκλος.
Υποτιμώντας αυτόν τον κίνδυνο, μπορεί κάποιοι να ησυχάζουν, όμως δεν βοηθά στην επίλυση του προβλήματος.

Μεταφραστική επιμέλεια: Ελ. Κάτσουρα
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης