Τελευταία Νέα
Υγεία & Χρηστικά Νέα

Πρόωρη Εξόφληση Στεγαστικών Δανείων-Τι πρέπει να γνρίζετε

Πρόωρη Εξόφληση Στεγαστικών Δανείων-Τι πρέπει να γνρίζετε
Πάγια τακτική των πιστωτικών ιδρυμάτων στη χώρα μας είναι η “συμφωνία” με τον δανειολήπτη κατά την κατάρτιση της συμβάσεως χορήγησης στεγαστικού δανείου για καταβολή εκ μέρους του δεύτερου «πρόσθετης επιβάρυνσης» σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης...
Η συμφωνία αυτή τίθεται με την μορφή Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ), ήτοι με όρους οι οποίοι είναι προδιατυπωμένοι από τις Τράπεζες και δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης με έκαστο πελάτη, ο οποίος, είτε δέχεται τους όρους αυτούς όπως διατυπώνονται, είτε δεν προβαίνει στη σύναψη της συμβάσεως.
Προβλέπεται με αυτόν τον τρόπο μια «κύρωση» σε βάρος του δανειολήπτη, καθόσον με την πρόωρη εξόφληση του ποσού του δανείου αποστερεί από την Τράπεζα τους υπόλοιπους τόκους που αυτή θα ελάμβανε αν δεν χωρούσε η αποπληρωμή, η μη καταβολή των οποίων αποτελεί «την οικονομική της ζημία».
Τίθεται, λοιπόν, το ζήτημα με ποια κριτήρια θα αναζητηθεί το ύψος της πρόσθετης αυτής επιβάρυνσης και σε ποίες περιπτώσεις η πρόβλεψη αυτής καθίσταται καταχρηστική εκ μέρους των Τραπεζών.

Η σημασία της διάκρισης των επιτοκίων σε σταθερά και κυμαινόμενα για την πρόωρη εξόφληση στεγαστικού δανείου

Η Τράπεζα χορηγεί στον δανειολήπτη στεγαστικό δάνειο με σταθερό ή κυμαινόμενο επιτόκιο.
Στην πρώτη περίπτωση το σταθερό επιτόκιο αποτελεί την αντιπαροχή του δανειολήπτη για την παραχώρηση του κεφαλαίου εκ μέρους της τράπεζας, ανεξάρτητα από τις συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά στην αγορά και στην οικονομία καθ’ όλη την διάρκεια του δανείου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να προκύπτει με ακρίβεια η «ζημία» που τυχόν έχει η Τράπεζα από την πρόωρη εξόφλησή του.
Αντιθέτως, στο δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο ο δανειολήπτης οφείλει να επιστρέψει στην Τράπεζα το κεφάλαιο που έλαβε προσαυξημένο με επιτόκιο, το οποίο διαμορφώνεται από τους συντελεστές διακύμανσης των συγκεκριμένων επιτοκίων.
Έχει υποστηριχθεί, λοιπόν, στην θεωρία πως στην περίπτωση της πρόωρης εξόφλησης στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο η οικονομική θέση του πιστωτικού ιδρύματος από την πρόωρη εξόφληση του δανείου δεν μεταβάλλεται καθόσον το επιστραφέν κεφάλαιο μπορεί να διατεθεί πάλι στην αγορά και να επιτευχθούν τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα για το εναπομείναν χρονικό διάστημα του δανείου με την αναπροσαρμογή των επιτοκίων βάσει των μεταβολών της αγοράς.
Το χορηγηθέν δηλαδή ποσό έχει την ίδια απόδοση είτε αν το διατηρήσει ο δανειολήπτης και δεν το προεξοφλήσει πρόωρα, είτε το αναλάβει άλλος δανειολήπτης.
Υποστηρίζεται πως δεν υφίσταται εν προκειμένω «ζημία» της τράπεζας, η οποία θα συνίστατο σε «διαφυγόν κέρδος», διότι αυτό υφίσταται με την προϋπόθεση ότι μπορεί να προβλεφθεί εκ των προτέρων η ζημία με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Κατά την χρονική στιγμή της επέλευσης του υποτιθέμενου ζημιογόνου γεγονότος, της πρόωρης εξόφλησης, αδυνατεί ακόμα και το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα να προβλέψει τη διακύμανση των επιτοκίων μέχρι την κανονική λήξη του δανείου.
Σχετικά με το ζήτημα  αυτό, εξάλλου, ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει πως «στο κυμαινόμενο επιτόκιο η επιβάρυνση δεν δικαιολογείται ή δικαιολογείται μόνο αν η τράπεζα επικαλεσθεί αδυναμία της να επανατοποθετήσει το επιστρεφόμενο κεφάλαιο στην αγορά. Συνεπώς ο δανειολήπτης αιφνιδιάζεται, όταν αντιμετωπίζει την αξίωση της τράπεζας για ζημία, η οποία για το κυμαινόμενο επιτόκιο και τους αστάθμητους συντελεστές που το καθορίζουν, δεν δικαιολογείται» (ΑΠ 430/2005).
Συνεπώς, η άποψη που υποστηρίζεται είναι πως δεν υφίσταται απώλεια από την πρόωρη εξόφληση των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο και για αυτό δεν είναι δυνατόν να επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση στον δανειολήπτη που προβαίνει στην πρόωρη εξόφληση.

Φύση της πρόσθετης επιβάρυνσης

Ένα ζήτημα που τίθεται σχετικά με την φύση τη πρόσθετης επιβάρυνσης σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης δανείου είναι αν ο δανειολήπτης καταβάλει αυτή ως «αποζημίωση» της τράπεζας για τη «ζημία» που προκαλείται σε αυτή ή αν αυτή δίδεται ως «αντιπαροχή» σε κάποια «παροχή» της τράπεζας.
Η άποψη ότι η πρόσθετη επιβάρυνση του δανειολήπτη αποτελεί «αντιπαροχή» βασίζεται στη θεωρία πως με την πρόωρη εξόφληση του δανείου καταρτίζεται νέα τροποποιητική σύμβαση μεταξύ της τράπεζας και του δανειολήπτη, η οποία περιλαμβάνει το χρόνο μετάθεσης του χρονικού σημείου καταβολής και λήξεως του δανείου καθώς επίσης και τον ορισμό της αντιπαροχής του δανειολήπτη για την «υπαναχώρηση» της τράπεζας από την προηγούμενη συμφωνία.
Η τράπεζα, δηλαδή, παρέχει την πρόωρη αποδέσμευση του δανειολήπτη, ενώ αυτός καταβάλει αντιπαροχή για αυτή την «παροχή» της τράπεζας.
Η αντίθετη άποψη περί «αποζημίωσης» εδράζεται στο γεγονός πως η πρόωρη εξόφληση αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος σύμφωνα και με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρο 324 ΑΚ) και όχι «παροχή» ή «υπηρεσία» της τράπεζας προς τον πελάτη. Η δυνατότητα αυτή του οφειλέτη επιφέρει απώλειες στην τράπεζα καθόσον ματαιώνεται το δικαίωμα της τελευταίας προς είσπραξη μελλοντικών τόκων κι ως εκ τούτο ο δανειολήπτης αποκαθιστά τη ζημία αυτή με την καταβολή αποζημίωσης.

Το ζήτημα της «επιβάρυνσης» υπό τον Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή-Κριτήρια για τον υπολογισμό αυτής

Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, η πρόβλεψη της «επιβάρυνσης» του δανειολήπτη σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης συντελείται με την μορφή των Γενικών όρων Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) στην σύμβαση δανειοδότησης.
Το ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσο αυτή η εκ των προτέρων πρόβλεψη και η ανάλυση των συντελεστών υπολογισμού της ζημίας των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι σύμφωνη με τον Ν. 2251/1994 περί «Προστασίας του Καταναλωτή».
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του ως άνω νόμου οι γενικοί όροι συναλλαγών, δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.
Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ. που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παράγραφο 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς και κάποιες περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου καταχρηστικοί. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνονται και οι όροι, οι οποίοι αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή.
Παράλληλα, η αρχή της «διαφάνειας», που αποτελεί μία εκ των «καθοδηγητικών αρχών» του νόμου περί της Προστασίας του Καταναλωτή, επιβάλλει οι Γ.Ο.Σ. να έχουν σαφή και κατανοητή διατύπωση, ορισμένο ή οριστό αντικείμενο, επιφέρουν προβλέψιμες συνέπειες και δεν έχουν απροσδόκητο, αιφνιδιαστικό και παραπλανητικό περιεχόμενο.
Εν προκειμένω, λοιπόν, και σύμφωνα με τα ανωτέρω και την αρχή της «διαφάνειας» που διέπει το νόμο αυτό, πρέπει να προκύπτει από τον ίδιο τον Γ.Ο.Σ. της συμβάσεως ο λόγος της υποχρεώσεως του δανειολήπτη για την πρόσθετη επιβάρυνση, το τελικό ύψος αυτής, αλλά και τα κριτήρια από τα οποία προκύπτει και υπολογίζεται η επιβάρυνση αυτή.
Ο Γ.Ο.Σ. συνεπώς, πρέπει να είναι διατυπωμένος με σαφήνεια, ώστε ο δανειολήπτης να μπορεί να αντιληφθεί, μεταξύ άλλων αν το ποσό που καλείται να καταβάλει αφορά «αποκατάσταση ζημίας» της τράπεζας ή αν αφορά «αντίτιμο-αντιπαροχή» για παροχή της τράπεζας. Κι αυτό γιατί ο δανειστής αντιλαμβάνεται κατά τη διατύπωση του Γ.Ο.Σ. πως η επιβάρυνση αυτή καλύπτει απώλειες της Τράπεζας. Αν αργότερα η Τράπεζα ισχυριστεί πως πρόκειται για παροχή για την οποία δικαιούται αντιπαροχής, ανεξάρτητα από την πραγματική ζημία, τότε Ο Γ.ΟΣ. είναι ασαφής και ο δανειολήπτης δεν αντιλαμβάνεται για ποια αιτία (παροχή ή αποζημίωση) καταβάλλει την πρόσθετη επιβάρυνση.
Παράλληλα, ο υπολογισμός της «απώλειας» της Τράπεζας πρέπει να γίνεται υπό το πρίσμα των αρχών του Ν. 2251/1994 και δυνάμει ευλόγων κριτηρίων, ώστε να μην οδηγούμεθα σε υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του δανειολήπτη. Τέτοια κριτήρια έχουν διατυπωθεί τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία (ΑΠ 15/2007) και συγκεκριμένα έχει κριθεί πως:
Το επιτρεπτό και νόμιμο της πρόσθετης αυτής παροχής του δανειολήπτη, σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του ποσού του δανείου, υπολογίζεται με βάση το κόστος του δανεισμού που έχει ο δανειστής (Τράπεζα) για το συγκεκριμένο κεφάλαιο και το αναμενόμενο κέρδος που έχει από τη χορήγηση του δανείου στο συγκεκριμένο καταναλωτή.
Οι ενδεχόμενες ζημίες και τα διαφυγόντα κέρδη του δανειστή θα οφείλονται στη μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων κατά την πρόωρη εξόφληση, αν με τις συνθήκες που επικρατούν κατ’ αυτήν το κεφάλαιο δεν θα μπορεί να χορηγηθεί με επιτόκιο στο ίδιο ύψος με αυτό του πρόωρα ληγμένου δανείου. Κατά συνέπεια κριτήρια υπολογισμού της απώλειας του δανειστή, αν αυτός είναι Τράπεζα από την εξόφληση μέχρι την κανονική λήξη του δανείου, είναι ο χρόνος που απομένει από την προεξόφληση μέχρι την κανονική λήξη του δανείου, το ύψος των επιτοκίων κατά τη σύναψη και τη λήξη του δανείου και το λειτουργικό κόστος και το κόστος του πιστωτικού κινδύνου από τα οποία απαλλάσσεται η Τράπεζα με την προεξόφληση του δανείου.

Γενική Βιβλιογραφία: Ι. Βενιέρης «Πρόωρη Εξόφληση Δανείου», Έκδοση 2005
Κωνσταντίνος Λέων
Δικηγόρος
210-7241967- 6970137963
e-mail: leon@infocontrol.gr




Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης