Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

Στουρνάρας (ΤτΕ): Οι 7 παράγοντες για τη διάρκεια και την ένταση της ελληνικής κρίσης

tags :
Στουρνάρας (ΤτΕ): Οι 7 παράγοντες για τη διάρκεια και την ένταση της ελληνικής κρίσης
Στουρνάρας (ΤτΕ): Οι 7 παράγοντες για τη διάρκεια και την ένταση της ελληνικής κρίσης – Ποιες είναι οι προτεραιότητες για την οικονομία
Στους  επτά παράγοντες στους οποίους οφείλεται η διάρκεια και η ένταση της ελληνικής κρίσης  και στις επτά  γενικές προτεραιότητες στην οικονομική πολιτική που πρέπει να υλοποιηθούν προκειμένου να περιοριστούν οι κίνδυνοι  από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις αλλά και να υλοποιηθούν οι ευκαιρίες που συνδέονται με τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην ομιλία του στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, την ημέρα μνήμης του Ιωάννη και της Ανθής Γενναδίου.
Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας η διάρκεια και η ένταση της ελληνικής κρίσης μπορούν να αποδοθούν σε επτά παράγοντες:
Πρώτον, η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν πρωτοφανής σε μέγεθος και ταχύτητα.
Αυτό συνδεόταν κυρίως με το γεγονός ότι οι αρχικές μακροοικονομικές ανισορροπίες (δημοσιονομική και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) ήταν πολύ σοβαρότερες στην Ελλάδα από ό,τι στα άλλα κράτη-μέλη που αντιμετώπισαν δυσχέρειες.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των τριών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής δόθηκε, κατά μέσο όρο, μεγαλύτερη έμφαση στις αυξήσεις της φορολογίας παρά στις περικοπές δαπανών, τις μεταρρυθμίσεις με αναπτυξιακό περιεχόμενο και τις ιδιωτικοποιήσεις.
Δεύτερον, οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές αποδείχθηκαν υψηλότεροι από ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί στο πρόγραμμα προσαρμογής από τους διεθνείς οργανισμούς, επιδεινώνοντας την ύφεση.
Ως εκ τούτου, η οικονομία σύντομα παγιδεύτηκε σε ένα φαύλο κύκλο λιτότητας και ύφεσης.
Τρίτον, η χρονική σειρά με την οποία υλοποιήθηκαν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είχε ως αποτέλεσμα οι πραγματικές αποδοχές να μειωθούν περισσότερο από ό,τι είχε αρχικά σχεδιαστεί και να επιδεινωθεί η ύφεση. Με άλλα λόγια, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια επικεντρώθηκε περισσότερο στην αγορά εργασίας παρά στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
Ως εκ τούτου, οι ονομαστικές αποδοχές μειώθηκαν ταχύτερα και εντονότερα από ό,τι οι τιμές. Τα νοικοκυριά υπέστησαν κατακόρυφη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, η οποία με τη σειρά της περιόρισε την ιδιωτική κατανάλωση και βάθυνε την ύφεση.
Τέταρτον, το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), απόρροια κυρίως της ύφεσης, αποδείχθηκε εξαιρετικά δυσεπίλυτο.
Το πρόβλημα επέτειναν περαιτέρω νομοθετικές παρεμβάσεις όπως η αναστολή των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, η κατάχρηση του πλαισίου προστασίας από κατασχέσεις, καθώς και διάφορα άλλα νομικά και δικαστικά εμπόδια, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης και η έλλειψη επαρκών γνώσεων των λειτουργών της δικαιοσύνης για θέματα του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Εκ των υστέρων, αν είχε υπάρξει δυναμικότερη αντίδραση τα πρώτα χρόνια της κρίσης, αν δηλαδή οι αναγκαίες νομοθετικές αλλαγές είχαν εφαρμοστεί πολύ νωρίτερα και είχε θεσπιστεί μια συστημική λύση με τη μορφή μιας εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (bad bank) που θα αναλάμβανε την κεντρική διαχείριση των ΜΕΔ, όπως είχε γίνει σε άλλα κράτη-μέλη, το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα θα ήταν πιο περιορισμένο.
Πέμπτον, η υλοποίηση ορισμένων μεταρρυθμίσεων καθυστέρησε σε σχέση με το συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα λόγω της απροθυμίας υιοθέτησης (ownership) των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, εξαιρετικά ατυχών επιλογών, όπως αυτές του πρώτου εξαμήνου του 2015 που έφεραν την Ελλάδα μία ανάσα από την έξοδο από τη ζώνη του ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, του έντονου λαϊκισμού, των πολιτικών αντιπαραθέσεων και του διχαστικού πολιτικού κλίματος, καθώς και λόγω της αντίστασης που προέβαλαν στις μεταρρυθμίσεις ποικίλα κεκτημένα συμφέροντα.
Οι συνέπειες υπήρξαν σοβαρές: σημαντικές καθυστερήσεις, ένα τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής το 2015, όταν όλα έδειχναν ότι μπορούσε η ελληνική οικονομία να βγει από την κρίση το 2015, επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, κυρίως για να ανακοπεί η εκροή τραπεζικών καταθέσεων, νέος γύρος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και μία ακόμα διετία οικονομικής στασιμότητας, ακυρώνοντας την πρόοδο που είχε επιτευχθεί την αμέσως προηγούμενη περίοδο.
Έκτον, στην καθυστέρηση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και οι πολιτικές συνθήκες και αντιπαραθέσεις σε επίπεδο ζώνης του ευρώ.
Η απόφαση που έλαβε το Eurogroup το Νοέμβριο του 2012 για περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους εφαρμόστηκε με μεγάλη καθυστέρηση, τον Ιούνιο του 2018, παρά το ότι είχαν εκπληρωθεί όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις (προαπαιτούμενα) την άνοιξη του 2014.
Αυτό υπονόμευσε τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και παρέτεινε την κρίση.
Εάν αυτή η μορφή ελάφρυνσης του χρέους είχε εφαρμοστεί στην αρχή του πρώτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, παράλληλα με την υλοποίηση φιλόδοξων αναπτυξιακών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη σύσταση εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού για την αντιμετώπιση των ΜΕΔ, θα είχε θετικότερη επίδραση στην οικονομία, περιορίζοντας σημαντικά τις απώλειες σε όρους προϊόντος και απασχόλησης.
Έβδομον, όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση, η ζώνη του ευρώ δεν διέθετε εργαλεία για την αποτροπή και την αντιμετώπιση της κρίσης. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) απέτυχε να περιορίσει τη συσσώρευση δημόσιου χρέους κατά την προ της κρίσης περίοδο.
Δεν υπήρχε επαρκής παρακολούθηση και έλεγχος των μακροοικονομικών ανισορροπιών, όπως η εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους.
Ο φαύλος κύκλος αρνητικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ τραπεζικού τομέα και δημόσιων οικονομικών επέτεινε τη χρηματοπιστωτική κρίση και την ύφεση. Τα εργαλεία διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων που διέθετε η ζώνη του ευρώ ήταν ελάχιστα ή ανύπαρκτα, λόγω υπερβολικής ανησυχίας για τυχόν φαινόμενα ηθικού κινδύνου και λόγω της έλλειψης κατάλληλου θεσμικού πλαισίου. Η αρχική αρχιτεκτονική της ζώνης του ευρώ δεν προέβλεπε κανένα επιμερισμό των κινδύνων.
Στο πλαίσιο αυτό, οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ, ιδίως μετά τα μέσα του 2012, έδωσαν στις κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ το χρόνο που χρειάζονταν για να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ενίσχυση της ΟΝΕ.
Με άλλα λόγια, τα τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξάλειψη των σημαντικότερων οικονομικών ανισορροπιών, ενώ το δημόσιο χρέος έχει αναχρηματοδοτηθεί από τους δανειακούς πόρους που διατέθηκαν από τους εταίρους της Ελλάδας στο πλαίσιο των τριών προγραμμάτων προσαρμογής με πολύ ευνοϊκούς όρους, και διακρατείται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από διεθνείς οργανισμούς (κυρίως τον ESM, που είναι πλέον ο ευρωπαϊκός οργανισμός με τη μεγαλύτερη έκθεση στο ελληνικό δημόσιο χρέος, και δευτερευόντως το Ευρωσύστημα και το ΔΝΤ, προς το οποίο το Νοέμβριο του 2019 αποπληρώθηκε ήδη μέρος του χρέους), καθώς και από κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ.
Παράλληλα, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να ανακάμπτει με ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 2%, παρά την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι δείκτες οικονομικού κλίματος και προσδοκιών έχουν βελτιωθεί σημαντικά και υποδηλώνουν συνέχιση της αναπτυξιακής δυναμικής. Καταγράφονται θετικές εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, με αύξηση των καταθέσεων και σημαντική βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης των τραπεζών. Η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα έχει ενισχυθεί, και οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων καταργήθηκαν πλήρως από την 1η Σεπτεμβρίου 2019. Η αύξηση των καταθέσεων και γενικότερα η βελτίωση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος συνέβαλαν στην αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.
Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων αποκλιμακώθηκαν σημαντικά τους τελευταίους μήνες, ιδίως μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου και τις εθνικές εκλογές του Ιουλίου.
Η αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων και η πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ επιφέρουν μείωση των δαπανών για τόκους και βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Η θετική έως τώρα πορεία αντανακλάται και στην αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας από τον οίκο αξιολόγησης S&P τον Οκτώβριο του 2019 και πιο πρόσφατα από τον οίκο αξιολόγησης Fitch τον Ιανουάριο του 2020, που φέρνουν την ελληνική οικονομία πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα. Η πρόσφατη έκδοση 15ετούς ομολόγου με επιτόκιο 1,875%, μέσω του οποίου αντλήθηκαν 2,5 δισεκ. ευρώ, είναι ένα πρόσθετο στοιχείο που πιστοποιεί την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι η λήξη του τίτλου έχει ημερομηνία μεταγενέστερη του 2032, δηλαδή του έτους κατά το οποίο προβλέπεται να λήξει η αναβολή πληρωμών τόκων προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας  (EFSF), όπως συμφωνήθηκε στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους. Ήδη τα δεκαετή κρατικά ομόλογα έχουν απόδοση κάτω από 1% και η διαφορά της απόδοσής τους με τα αντίστοιχα ιταλικά έχει μηδενιστεί. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι πρόσφατα η Ελλάδα βελτίωσε κατά επτά θέσεις την κατάταξή της στο δείκτη αντίληψης της διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας.
Προκειμένου να περιοριστούν οι κίνδυνοι  από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που προαναφέρθηκαν, αλλά και να υλοποιηθούν οι ευκαιρίες που συνδέονται με τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, προτείνονται από την Τράπεζα της Ελλάδος οι ακόλουθες γενικές προτεραιότητες στην οικονομική πολιτική:
1ον Η εφαρμογή μιας μακροχρόνιας δημοσιονομικής πολιτικής και ενός δημοσιονομικού μίγματος που θα αποβλέπουν στην ταχεία μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, χωρίς όμως να αποτελούν εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη.
Εκτιμάται από την Τράπεζα της Ελλάδος, μετά από τη διεξαγωγή άσκησης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους με τη χρήση κατάλληλου υποδείγματος, ότι η μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα για το 2021 και το 2022 σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο από το σημερινό, δηλαδή κοντά στο 2,2% του ΑΕΠ αντί του 3,5% που ισχύει σήμερα (υπενθυμίζεται ότι μετά το 2022 ο μέσος όρος των πρωτογενών πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ θα είναι 2,2%) δεν θα επηρέαζε τη βιωσιμότητα του χρέους, ενώ θα ενίσχυε την οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό μάλιστα με την έγκαιρη υλοποίηση των απαραίτητων και συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων και του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων. Υπέρ της εκτίμησης αυτής συνηγορούν η σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων καθώς και η πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ που ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο.
2ον Η ριζική αντιμετώπιση των προκλήσεων στον τραπεζικό τομέα, που είναι το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC) και οι διάσπαρτες διατάξεις και ρυθμίσεις που καθορίζουν το πλαίσιο αφερεγγυότητας και πτώχευσης. Μια αποφασιστική λύση στα προβλήματα αυτά θα καταστήσει τις τράπεζες επενδυτικές ευκαιρίες και θα τους επιτρέψει να στρέψουν την προσοχή τους σε σύγχρονα επιχειρηματικά μοντέλα, στην αναζήτηση νέων επικερδών αναπτυξιακών ευκαιριών και δραστηριοτήτων, σε νέες τεχνολογίες και, πάνω απ’ όλα, στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
3ον Η ενίσχυση του “τριγώνου της γνώσης”, δηλ. της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, με την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν την έρευνα, διευκολύνουν τη διάδοση της τεχνολογίας, τονώνουν την επιχειρηματικότητα και ενισχύουν τους δεσμούς μεταξύ επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων.
4ον Η αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας. Τα ποσοστά ανεργίας των νέων, των γυναικών και των μακροχρόνια ανέργων παραμένουν υψηλά και αναδεικνύουν την ανάγκη διατήρησης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας αφενός και εφαρμογής επιπρόσθετων στοχευμένων πολιτικών στήριξης της απασχόλησης για αυτές τις ομάδες αφετέρου.
5ον Η αντιστροφή του brain drain, δηλαδή της μαζικής φυγής στο εξωτερικό ενός σημαντικού τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, δεξιότητες και επαγγελματικά προσόντα.
Το φαινόμενο αυτό επηρέασε σημαντικά το μέγεθος και την ποιότητα του εργατικού δυναμικού, επιδείνωσε τους δημογραφικούς δείκτες της χώρας και διεύρυνε το χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων.
Συνεπώς, η χάραξη και η αξιόπιστη εφαρμογή μιας ολιστικής εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής που θα βασίζεται στην ενδελεχή ανάλυση των κλάδων παραγωγής, με σκοπό την ταυτοποίηση των απαιτούμενων δεξιοτήτων υψηλής εξειδίκευσης, είναι προτεραιότητα για την αναστροφή του φαινομένου (“brain regain”).
6ον Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής τους ώστε να καλύπτουν το σύνολο των τομέων όπου υστερεί η Ελλάδα σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας. Ενδεικτικά, οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, την επιτάχυνση των διαδικασιών για την απόκτηση (μέσω αγοραπωλησίας) και εγγραφή εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και για την έκδοση οικοδομικών αδειών και τη βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση.
Σύμφωνα με τους δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης, ειδικά αν οι μεταρρυθμίσεις εστιάσουν στη βελτίωση του κράτους δικαίου και της ποιότητας του ρυθμιστικού περιβάλλοντος.
Ο δρόμος της επιτάχυνσης της ανάπτυξης είναι δύσκολος και απαιτεί παρεμβάσεις μακριά από τις αγκυλώσεις που μέχρι σήμερα έχουν λειτουργήσει ως βαρίδι στην ανάπτυξη και στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Με άλλα λόγια, απαιτείται μια “νοοτροπία” που θα προωθεί την εφαρμογή των νόμων, τη λογοδοσία, την ορθή και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης χωρίς παρεμβάσεις, την ποιότητα του ρυθμιστικού πλαισίου, και την εμπιστοσύνη στη σωστή λειτουργία και ανεξαρτησία των θεσμών του κράτους.
7ον Η αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης και γενικότερα της κρατικής λειτουργίας. Η μείωση της γραφειοκρατίας, οι ευκολότερες αδειοδοτήσεις, η εισαγωγή διεθνών λογιστικών προτύπων και σύγχρονων μεθόδων διοίκησης σε μεγάλους κρατικούς οργανισμούς και επιχειρήσεις, η ψηφιοποίηση των διαδικασιών και η εισαγωγή μεθόδων αξιολόγησης, καθώς και η αύξηση της κινητικότητας του προσωπικού εντός της δημόσιας διοίκησης, θα βελτιώσουν κατακόρυφα την παραγωγικότητα και τη διαφάνεια.
Οι πολιτικές που περιγράφονται παραπάνω θα βοηθήσουν να αντισταθμιστούν οι κίνδυνοι από την παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση, κυρίως όμως να κεφαλαιοποιηθούν οι θετικές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί στο εσωτερικό αλλά και στις διεθνείς αγορές, ώστε να ενισχυθεί η συνολική παραγωγικότητα, η δυνητική ανάπτυξη και, σε τελευταία ανάλυση, η ευημερία της Ελλάδας. Βεβαίως, πρέπει να τονιστεί ότι, για να ενισχυθεί η πραγματική σύγκλιση με τα επίπεδα ευημερίας των εταίρων της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, δεν αρκούν μόνο οι εθνικές προσπάθειες, αλλά πρέπει να ληφθούν μέτρα και σε επίπεδο ζώνης του ευρώ, που θα οδηγήσουν σε μια «βαθύτερη» (δηλαδή πιο ομοσπονδιακή) Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
Τα σημαντικότερα από αυτά τα μέτρα είναι ο καλύτερος συντονισμός των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ τόσο σε θέματα οικονομικής πολιτικής όσο και σε άλλα (π.χ. προσφυγική κρίση), και η ταυτόχρονη προώθηση μέτρων επιμερισμού και μέτρων μείωσης των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών κινδύνων. Μέτρα επιμερισμού των κινδύνων είναι π.χ. η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων, η ολοκλήρωση της ένωσης κεφαλαιαγορών, η δημιουργία ενός ασφαλούς στοιχείου ενεργητικού (safe asset) ως προάγγελος ενός κοινού ομολόγου, η ενίσχυση της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών, ώστε να υπάρχει συμμετρική προσαρμογή μεταξύ κρατών-μελών με ελλείμματα και κρατών-μελών με πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, και η δημιουργία ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής σταθεροποίησης που θα μπορούσε να προσφέρει προστασία απέναντι σε ασύμμετρες περιφερειακές αναταράξεις. 
Από τα μέτρα μείωσης των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών κινδύνων, το σημαντικότερο είναι η μείωση των ΜΕΔ. Εάν προχωρήσουν τέτοιες πολιτικές, οι οικονομίες των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ, και ιδιαίτερα οι πλέον ευάλωτες, θα ωφεληθούν σημαντικά.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης