Τελευταία Νέα
Απόψεις - Άρθρα

Ποιοι είναι μέχρι στιγμής οι κερδισμένοι και ποιοι οι χαμένοι από τις εμπορικές εντάσεις ΗΠΑ και Κίνας

tags :
Ποιοι είναι μέχρι στιγμής οι κερδισμένοι και ποιοι οι χαμένοι από τις εμπορικές εντάσεις ΗΠΑ και Κίνας
Παρά το γεγονός ότι οι δύο πλευρές διατηρούν διαύλους επικοινωνίας, η Ουάσιγκτον έθεσε σε ισχύ νέους δασμούς σε εισαγωγές κινεζικών προϊόντων
Έχοντας πλέον συμπληρώσει ενάμιση έτος από τότε που ξεκίνησαν οι εμπορικές εντάσεις ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, η διαμάχη μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών παγκοσμίως μοιάζει να βρίσκεται σε μόνιμη κλιμάκωση, παρά τις πολυάριθμες διαπραγματεύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί.
Παρά το γεγονός ότι οι δύο πλευρές διατηρούν διαύλους επικοινωνίας, προκειμένου να βρεθεί μία λύση σε αυτήν την πολύμηνη διαμάχη, η Ουάσιγκτον έθεσε σε ισχύ νέους δασμούς σε εισαγωγές κινεζικών προϊόντων, σε μία χρονική περίοδο κατά την οποία οι δύο χώρες συζητούν την ημερομηνία διεξαγωγής του επόμενου γύρου διαπραγματεύσεων.
Οι ΗΠΑ θα εισπράττουν έξτρα δασμό 15% σε κινεζικά προϊόντα αξίας 125 δισεκατομμυρίων δολαρίων, στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υποδήματα και  είδη τεχνολογίας, ενώ ο αριθμός των προϊόντων θα μπορούσε να αυξηθεί περαιτέρω μέχρι τα τέλη του έτους.
Από την πλευρά της, η Κίνα εξέφρασε την πλήρη αντίθεσή της αναφορικά με τη σχετική απόφαση των ΗΠΑ, εκφράζοντας παράλληλα την πεποίθησή της ότι οι δύο πλευρές μπορούν να βρεθούν «στη μέση του δρόμου» προκειμένου να καταλήξουν σε μία συμφωνία.
«Απορρίπτουμε σθεναρά την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου και είμαστε πρόθυμοι να διαπραγματευτούμε και να συνεργαστούμε για την επίλυση αυτού του προβλήματος με μία ήρεμη στάση», ανέφερε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Εμπορίου, Gao Feng.
Παράλληλα, ο εμπορικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου, Peter Navarro, χαρακτήρισε ως «απίθανο» το ενδεχόμενο άμεσης επίλυσης της διαμάχης, με ορισμένους αναλυτές μάλιστα να εκτιμούν ότι η διαμάχη θα μπορούσε να συνεχιστεί μέχρι τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες για τον Νοέμβριο του 2020.
«Είναι απίθανο να υπάρξει οποιαδήποτε άμεση εξέλιξη με τις εμπορικές συνομιλίες», ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο του κ. Navarro, ο οποίος παράλληλα δεν διευκρίνισε πότε θα πραγματοποιηθεί ο επόμενος γύρος διαπραγματεύσεων, ο οποίος είχε προγραμματιστεί αρχικά για την τρέχουσα εβδομάδα.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, έχει απορρίψει κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς ότι οι τελωνειακοί δασμοί έχουν δημιουργήσει προβλήματα στην αμερικανικής οικονομία, ενώ εκτιμά ότι μέσα στο επόμενο διάστημα αρκετές αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα θα επιστρέψουν στις ΗΠΑ.
Λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση της Ουάσιγκτον για την επιβολή πρόσθετων δασμών, και ελλείψει κάποια σημαντικής εξέλιξης στις επαφές των δύο πλευρών, το Πεκίνο προχώρησε στην επιβολή αντίμετρων ως «απάντηση» στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, οι επιπρόσθετοι φόροι 5% και 10% θα επιβληθούν σε 1.717 από τα συνολικά 5.078 προϊόντα που εισάγονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ θα υπάρξει και επιβολή πρόσθετων δασμών κατά τις 15 Δεκεμβρίου.
Καθώς λοιπόν οι εντάσεις κλιμακώνονται όλο και περισσότερο, ένα βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι ποιοι αποδεικνύεται σε βάθος χρόνου να είναι οι κερδισμένοι και οι χαμένοι από την εμπορική διαμάχη των τελευταίων δεκαοκτώ μηνών.
Οι εμπορικές εντάσεις έχουν διαφοροποιήσει τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και έχουν οδηγήσει ορισμένες αμερικανικές εταιρείες, για παράδειγμα, να εισάγουν προϊόντα, τα οποία μέχρι πρότινος έβρισκαν στην Κίνα, από άλλες χώρες της Ανατολικής Ασίας, όπως είναι για παράδειγμα η Νότια Κορέα και το Βιετνάμ.
Μάλιστα, οι εξαγωγές του Βιετνάμ προς τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αυξηθεί κατά περισσότερο από 40% για το πρώτο εξάμηνο του 2019, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, γεγονός που δημιούργησε πλεόνασμα 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο εμπορικό ισοζύγιο των δύο χωρών.
Ο ίδιος ο Donald Trump είχε ασκήσει πριν από μερικούς μήνες κριτική απέναντι στο Βιετνάμ, με αφορμή το εμπορικό πλεόνασμα που εμφανίζει, εκτιμώντας μάλιστα ότι το Βιετνάμ «φέρεται στις ΗΠΑ ακόμα χειρότερα απ’ ό,τι η Κίνα».
Ωστόσο, εφόσον οι εμπορικές εντάσεις συνεχιστούν, οι προηγμένες οικονομίες της Ασίας, όπως είναι η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία, θα μπορούσαν να βρεθούν υπό πίεση σε βάθος χρόνου, καθώς εάν οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού αναπροσαρμοστούν πλήρως, θα είναι δύσκολο να ανταγωνιστούν τις αναδυόμενες αγορές, στις οποίες το κόστος παραγωγής ορισμένων προϊόντων είναι χαμηλότερο.
Ο αντίκτυπος των σχετικών εξελίξεων στην αμερικανική οικονομία είναι περιορισμένος μέχρι στιγμής, ωστόσο η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας θα μπορούσε να επηρεάσει και τις αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη χώρα.
Παράλληλα, οι αμερικανική δασμοί σε ορισμένα καταναλωτικά προϊόντα θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στους καταναλωτές των ΗΠΑ, καθώς θα τους είναι δυσκολότερο να στραφούν σε εναλλακτικές επιλογές, κυρίως εξαιτίας του χαμηλότερου ανταγωνισμού για τα σχετικά προϊόντα.
Οι αμερικανικές εταιρείες του γεωργικού τομέα και του κλάδου μεταποίησης έχουν ζητήσει εδώ και αρκετούς μήνες μία εμπορική συμφωνία, προτού να πλήξουν άμεσα τις επιχειρήσεις τους οι δασμοί.
Επιπλέον, μία τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να αυξήσει τη δυσαρέσκεια των Αμερικανών πολιτών απέναντι στις πρακτικές του Donald Trump, οδηγώντας σε μείωση των ψηφοφόρων του ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2020, γεγονός που ενδεχομένως να καθιστά ως κομβικής σημασίας την επίτευξη συμφωνίας πριν από εκείνη τη χρονική περίοδο.
Αδιαμφισβήτητα ένας «κερδισμένος» θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και τα πολύτιμα μέταλλα, και ιδιαίτερα ο χρυσός, τα οποία παραδοσιακά τείνουν να επωφελούνται σε περιόδους αστάθειας, καθώς αποτελούν «ασφαλή καταφύγια» για τους επενδυτές.
Μάλιστα, από την έναρξη των εντάσεων μέχρι σήμερα, η τιμή του χρυσού έχει καταγράψει συνολικά κέρδη άνω του 14%, ενώ πριν από μερικές ημέρες σκαρφάλωσε στα υψηλότερα επίπεδα από τον Απρίλιο του 2013, «σπάζοντας» το φράγμα των 1.550 δολαρίων ανά ουγγιά.
Από την άλλη πλευρά, ένας από τους μεγαλύτερους «χαμένους» είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την οικονομία αρκετών ευρωπαϊκών χωρών να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εμπόριο.
Οι εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν το 40% του συνολικού της ΑΕΠ, με το ποσοστό αυτό μάλιστα να βρίσκεται σε ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια, γεγονός που σημαίνει ότι σε περίπτωση κλιμάκωσης του εμπορικού προστατευτισμού παγκοσμίως, το πλήγμα θα είναι σημαντικό.
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η χώρα που ανησυχεί περισσότερο για τις παραπάνω εξελίξεις είναι η Γερμανία, η οποία παράγει σχεδόν την ίδια αξία εξαγωγών με τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά το γεγονός ότι έχει το ένα τέταρτο του πληθυσμού των ΗΠΑ.
Δεδομένων των καλών εμπορικών σχέσεων που έχει τόσο με την Ουάσιγκτον όσο και με το Πεκίνο, το Βερολίνο γνωρίζει ότι το θέμα του εμπορικού πολέμου την αφορά άμεσα, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι περίπου των 25% των θέσεων εργασίας στη Γερμανία σχετίζεται έμμεσα ή άμεσα με τις εξαγωγές της χώρας.
Η πρόσφατη συρρίκνωση της γερμανικής οικονομίας και η επιδείνωση των δεικτών που αφορούν τις προοπτικές της οικονομίας για τους επόμενους μήνες, αποτελούν μερικές από τις ενδείξεις ότι οι εμπορικές εντάσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα αποτελούν έναν μόνιμο «πονοκέφαλο» για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, καθώς και μία πηγή μόνιμης ανησυχίας.
Παρά το γεγονός ότι καμία από τις δύο χώρες δεν επιθυμεί έναν πλήρη εμπορικό πόλεμο, καθώς γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα έχει αναπόφευκτα συνέπειες τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους καταναλωτές, το διάστημα που θα χρειαστούν οι δύο χώρες για να καταλήξουν σε συμφωνία θα αποδειχθεί καθοριστικό ώστε να διαπιστωθεί εάν η λίστα των «χαμένων» παγκοσμίως θα αρχίσει σταδιακά να αυξάνεται.

Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης