Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

Στουρνάρας: Ζωτικής σημασίας η αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα - Τα 9 «σφάλματα»

Στουρνάρας: Ζωτικής σημασίας η αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα - Τα 9 «σφάλματα»
Τα 5 μηνύματα που θα πρέπει να λάβει η ελληνική κυβέρνηση από την κρίση, σύμφωνα με τον Στουρνάρα
Ως ζωτικής σημασίας ζήτημα χαρακτήρισε την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων με τη μείωση της γραφειοκρατίας και την επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, ο Γ. Στουρνάρας, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, μιλώντας σε συνέδριο του Economist στο Βερολίνο.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα τελευταία οκτώ χρόνια, η Ελλάδα έχει εφαρμόσει ένα τολμηρό πρόγραμμα οικονομικής μεταρρύθμισης και προσαρμογής, το οποίο έχει εξαλείψει αρκετές μακροοικονομικές ανισορροπίες, δηλαδή τα μεγάλα δίδυμα ελλείμματα, και έχει βελτιώσει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των μισθών και των τιμών.
Επιπλέον, ενοποίησε και ανακεφαλαιοποίησε το τραπεζικό σύστημα.
Ωστόσο, παραμένουν κάποιες ανισορροπίες, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος και το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Επίσης, παρά την επιτυχή ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής τον Αύγουστο, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου εξακολουθούν να είναι χαμηλότερα από τον επενδυτικό βαθμό και τα spread των ομολόγων παραμένουν κοντά σε 400 μονάδες βάσης.
Επιπλέον, το κόστος του προγράμματος προσαρμογής όσον αφορά την απώλεια της παραγωγής και της ανεργίας ήταν πολύ υψηλότερο από ό, τι στα άλλα κράτη μέλη της ευρωζώνης που επίσης εφάρμοσαν προγράμματα προσαρμογής.

Πρόοδος από το 2010

Τα τελευταία οκτώ χρόνια η Ελλάδα έχει εφαρμόσει ένα τολμηρό πρόγραμμα οικονομικής μεταρρύθμισης και προσαρμογής που έχει εξαλείψει τα δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Ωστόσο, ορισμένες κληρονομιές κρίσης παραμένουν αδιευκρίνιστες.
Ειδικότερα:

• Το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης παρουσίασε ένα μικρό πλεόνασμα για δεύτερο συνεχές έτος το 2017 (0,8% του ΑΕΠ) από έλλειμμα 15,1% του ΑΕΠ το 2009.
Το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα ως ποσοστό του ΑΕΠ βελτιώθηκε κατά περίπου 14 ποσοστιαίες μονάδες από την αρχή της κρίσης.
Το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2017 (σύμφωνα με τον ορισμό του προγράμματος ESM) παρουσίασε πλεόνασμα 4,1% του ΑΕΠ, πολύ πάνω από το στόχο του 1,75% του ΑΕΠ.
• Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από την αρχή της κρίσης.
• Η ανταγωνιστικότητα του κόστους εργασίας αποκαταστάθηκε πλήρως και η ανταγωνιστικότητα των τιμών σημείωσε σημαντικά κέρδη από το 2009.
Το αποτέλεσμα αυτό προήλθε κυρίως από τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, οι οποίες ελευθέρωσαν τη νομοθεσία για την προστασία της απασχόλησης και διευκόλυναν ένα πιο ευέλικτο και αποκεντρωμένο σύστημα μισθολογικής διαπραγμάτευσης.
• Εφαρμόστηκε επίσης ένα τολμηρό πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων.
Οι μεταρρυθμίσεις καλύπτουν διάφορους τομείς, όπως το συνταξιοδοτικό σύστημα, το σύστημα υγείας, τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, το επιχειρηματικό περιβάλλον, το φορολογικό σύστημα, το δημοσιονομικό πλαίσιο και τη διαφάνεια του δημόσιου τομέα.
Ως συνέπεια των προαναφερθέντων, η οικονομία άρχισε να εξισορροπείται προς τους τομείς που είναι εμπορεύσιμοι και εξαγωγικοί.
Την ίδια ώρα, το τραπεζικό σύστημα έχει αναδιαρθρωθεί και ανακεφαλαιοποιηθεί, ενώ έχει ενισχυθεί η εταιρική του διακυβέρνηση.
Μετά από τρεις κύκλους κεφαλαιοποίησης, οι ελληνικές τράπεζες έχουν δείκτες κεφαλαίου υψηλότερους από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και διατηρούν επαρκή αποθέματα για να απορροφήσουν πρόσθετες πιστωτικές ζημίες, όπως έδειξε η πρόσφατα ολοκληρωμένη πανευρωπαϊκή δοκιμή αντοχής (stress test).
Επίσης, έχουν βελτιώσει αισθητά τη θέση ρευστότητάς τους, ανακτώντας την πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά και εκδίδοντας καλυμμένα ομόλογα.
Ως εκ τούτου, έχουν μειώσει την εξάρτησή τους από τη χρηματοδότηση των κεντρικών τραπεζών.
Εντούτοις, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs), μία από τις σημαντικότερες κληρονομιές της κρίσης, παραμένουν η σημαντικότερη πρόκληση των τραπεζών.
Έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές σημαντικές μεταρρυθμίσεις, με στόχο να παρασχεθούν στις τράπεζες ποικίλα εργαλεία για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τη μεταγενέστερη χορήγηση αδείας δεκατεσσάρων επιχειρήσεων παροχής πιστώσεων, τη λειτουργία ηλεκτρονικής πλατφόρμας εξωδικαστικής επίλυσης και των ηλεκτρονικών δημοπρασιών ακινήτων.
Ο κύριος μοχλός της μείωσης του NPE μέχρι στιγμής ήταν διαγραφές.
Προχωρώντας προς τα εμπρός, οι πωλήσεις NPL (συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιήσεων) θα διαδραματίσουν σημαντικότερο ρόλο, σε συνδυασμό με τις εισπράξεις, την παράπλευρη ρευστοποίηση και τη θεραπεία των δανείων.
Ο ρυθμός μείωσης των NPEs αναμένεται να επιταχυνθεί με βάση τους αναθεωρημένους και πιο φιλόδοξους στόχους που υπέβαλαν οι τράπεζες και καλύπτουν την περίοδο έως το 2021.

Η τρέχουσα κατάσταση και οι προοπτικές της οικονομίας έχουν βελτιωθεί

Μετά τη στασιμότητα του 2015-2016, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν θετικός το 2017 (1,5%) και επιταχύνθηκε σε 2,2% (σε ετήσια βάση) κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018.
Η αύξηση του ΑΕΠ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018 οφειλόταν κυρίως στις εξαγωγές αγαθών και δευτερευόντως από την ιδιωτική κατανάλωση.
Η συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στα στοιχεία του ΑΕΠ αλλά και στην απόδοση πολλών βασικών δεικτών της οικονομικής δραστηριότητας, όπως: η βιομηχανική παραγωγή, οι λιανικές πωλήσεις και οι εξαρτημένες ροές απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και πολλοί δείκτες άλλων δεδομένων όπως ο βιομηχανικός δείκτης PMI, το οικονομικό κλίμα και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
Η απόφαση του Eurogroup της 21ης ​​Ιουνίου 2018 είχε θετική επίδραση στην εμπιστοσύνη, καθώς εξασφάλισε τη διατηρησιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα.
Επιπλέον, οι καλύτερες προοπτικές για την οικονομία προκάλεσαν βελτίωση του οικονομικού κλίματος που οδήγησε σε αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων από τον μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα, βελτίωσε τη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας και οδήγησε σε μείωση της εξάρτησης των τραπεζών από τη χρηματοδότηση των κεντρικών τραπεζών.
Παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις, διάφοροι άλλοι τραπεζικοί και οικονομικοί δείκτες παρέχουν μια μικτή εικόνα.
Για παράδειγμα, η ετήσια μεταβολή της τραπεζικής πίστωσης στον μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα παραμένει αρνητική και τα επιτόκια των τραπεζικών χορηγήσεων αυξήθηκαν το Σεπτέμβριο.
Επιπλέον, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων ήταν ευμετάβλητες και αυξήθηκαν περαιτέρω, εν μέσω ευρύτερων ανησυχιών των επενδυτών που σχετίζονται με πολιτικούς κινδύνους στην Ιταλία και της αυξημένης μεταβλητότητας στις αναδυόμενες αγορές.
Ανησυχία υπήρξε και για ενδεχόμενη αντιστροφή των νομοθετημένων μέτρων στην Ελλάδα μετά το τέλος του προγράμματος.
Έτσι, οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υπερβολικά υψηλό κόστος δανεισμού, υποδηλώνοντας ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει ξεπεράσει πλήρως την κρίση.
Όσον αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένει την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας μεσοπρόθεσμα.
Η ανάπτυξη θα βασιστεί σε ισχυρές εξαγωγικές επιδόσεις, επωφελούμενες από τη συνεχιζόμενη παγκόσμια επέκταση και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
Οι προοπτικές υπόκεινται σε κινδύνους όσον αφορά την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και τις ιδιωτικοποιήσεις και την ενδεχόμενη παρεκτροπή από προηγούμενες δεσμεύσεις, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, δικαστικών αποφάσεων σχετικά με προηγούμενες συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις.
Υπάρχουν επίσης εξωτερικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την αυξημένη μεταβλητότητα και τις εντάσεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, την αύξηση των παγκόσμιων επιτοκίων λόγω της εξομάλυνσης της νομισματικής πολιτικής, των επιπτώσεων από την Ιταλία, της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας λόγω της αύξησης του προστατευτισμού του εμπορίου παγκοσμίως, τις εξελίξεις και την πιθανή αναζωπύρωση των ροών προσφύγων.

Κληρονομιές κρίσεις και προκλήσεις

Παρά την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας από το 2010 και τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που αποφάσισε το Eurogroup, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές επιπτώσεις που συνδέονται με την κρίση, όπως υψηλό δημόσιο χρέος, υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, υψηλή ανεργία, μεγάλο χάσμα στις επενδύσεις και σχετικά υψηλά ποσοστά φτώχειας στον πληθυσμό.
Επιπλέον, η ανταγωνιστικότητα εκτός των τιμών ή η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα εξακολουθεί να είναι χαμηλή σε σύγκριση με τους ευρωπαίους ομότιμους και έχει υποχωρήσει τα τελευταία δύο χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας και τον δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ.
Οι εσωτερικές αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας.
Ως εκ τούτου, είναι ζωτικής σημασίας η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων με τη μείωση της γραφειοκρατίας και την επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.
Μακροπρόθεσμα, η προβλεπόμενη δημογραφική πτώση (λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της μετανάστευσης προς τα έξω) θα ασκήσει πίεση για τη δυνητική ανάπτυξη, η οποία ωστόσο θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από την υψηλή επένδυση και την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας συντελεστών και τη μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας.
Συνεπώς, είναι ζωτικής σημασίας να συνεχιστεί η εφαρμογή των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την τόνωση της ανάπτυξης.
Παρόλα αυτά, η κύρια πρόκληση για την ελληνική οικονομία στο άμεσο μέλλον είναι η βιώσιμη επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Παρά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM τον περασμένο Αύγουστο και τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου δεν έχουν ακόμη αποκτήσει καθεστώς επενδυτικής ποιότητας και οι αποδόσεις παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες, επηρεασμένες από τις πρόσφατες αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και ιδιαίτερα στην Ιταλία.

Σφάλματα και καθυστερήσεις

Η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει σε πρόγραμμα προσαρμογής για οκτώ χρόνια, σε αντίθεση με την Κύπρο, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, που ολοκλήρωσαν τα αντίστοιχα προγράμματα πολύ νωρίτερα, παρά το γεγονός ότι εισήλθαν στα προγράμματα αυτά αργότερα από την Ελλάδα.
Επιπλέον, παρά την εφαρμογή τριών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής τα τελευταία οκτώ χρόνια, η Ελλάδα δεν κατάφερε να επιστρέψει στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές με βιώσιμους όρους.
Επιπλέον, το οικονομικό κόστος της προσπάθειας προσαρμογής είναι πρωτοφανές κατά τη διάρκεια μιας ειρηνικής περιόδου.
Μεταξύ του 2008 και του 2016, η Ελλάδα έχασε πάνω από το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της σε σταθερές τιμές και το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε κατά σχεδόν 16 ποσοστιαίες μονάδες.
Επιπλέον, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης μειώθηκε στο 68% του μέσου όρου της ΕΕ το 2016, από 93% το 2008.
Ορισμένοι από τους ειδικούς για την Ελλάδα και τους ευρωπαίους παράγοντες αντιπροσωπεύουν αυτό το μεγάλο οικονομικό κόστος και την υστέρηση άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ:
Πρώτον, το μέγεθος και η ταχύτητα της δημοσιονομικής εξυγίανσης ήταν άνευ προηγουμένου, εξηγώντας γιατί η ύφεση ήταν τόσο βαθιά σε σύγκριση με άλλες χώρες του προγράμματος.
Αυτό οφείλεται ως επί το πλείστον στο γεγονός ότι οι αρχικές μακροοικονομικές ανισορροπίες ήταν πολύ υψηλότερες στην Ελλάδα από ό, τι σε αυτές τις άλλες χώρες.
Δεύτερον, οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές αποδείχθηκαν υψηλότεροι από ό, τι αρχικά αναμενόταν, γεγονός που υποδηλώνει ότι η μείωση των πρωτογενών ελλειμμάτων είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στην οικονομία.
Ως αποτέλεσμα, η οικονομία σύντομα παγιδεύτηκε σε έναν φαύλο κύκλο λιτότητας και ύφεσης.
Τρίτον, υπήρξαν ορισμένες αναντιστοιχίες στο σχεδιασμό των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής.
Δεδομένου του μεγέθους των δημοσιονομικών ανισορροπιών τον Μάιο του 2010, όταν ξεκίνησε το πρώτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στις αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών, στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, στον εξορθολογισμό των δημοσιονομικών διαδικασιών, στην αύξηση της δημοσιονομικής διαφάνειας, καθώς και στην αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Μικρότερη έμφαση δόθηκε στις μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη, τη φορολόγηση και τη φοροδιαφυγή, καθώς και στην αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα.
Τέταρτον, η ιδιοσυγκρασιακή ακολουθία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων οδήγησε σε μείωση των πραγματικών μισθών περισσότερο από ό, τι είχε αρχικά προγραμματιστεί.
Συγκεκριμένα, δόθηκε περισσότερη έμφαση στην αγορά εργασίας παρά στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών.
Ως εκ τούτου, οι τιμές μειώθηκαν τόσο βραδύτερα όσο και σε μικρότερο βαθμό από το ονομαστικό μισθολογικό κόστος.
Ως αποτέλεσμα αυτού, τα νοικοκυριά παρουσίασαν τεράστια μείωση της αγοραστικής δύναμης, η οποία δεν είχε προβλεφθεί.
Αυτό, με τη σειρά του, περιόρισε την προσωπική κατανάλωση και ενίσχυσε την ύφεση.
Πέμπτον, το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) αποδείχθηκε πιο δύσκολο από ότι αρχικά αναμενόταν.
Ήταν κυρίως το αποτέλεσμα της οικονομικής συρρίκνωσης, αλλά επίσης διαδόθηκε από νομοθετικές αλλαγές όπως το γενικό μορατόριουμ στους πλειστηριασμούς και την κατάχρηση του νόμου περί προστασίας 3869/2010.
Αρκετά άλλα νομικά και δικαστικά εμπόδια επιδείνωσαν το πρόβλημα των NPL.
Μια πιο διαφορετική αντίδραση κατά τα πρώτα έτη της κρίσης με την εφαρμογή των απαιτούμενων νομοθετικών αλλαγών και η καθιέρωση ενός κεντρικού πλαισίου διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων για τα ΝΡΕ όπως έπραξαν άλλα κράτη μέλη θα μπορούσε να έχει μειώσει το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος πιστεύει ότι υπάρχουν ακόμη πολλά περιθώρια για την εισαγωγή μιας τέτοιας συστημικής λύσης και πρόσφατα παρουσίασε ένα σχέδιο αντιμετώπισης του μεγάλου όγκου ΝΡΕ, εκτός από τις ενδογενείς προσπάθειες των τραπεζών, προκειμένου να επιτευχθεί μια ταχεία μείωση των δεικτών των NPEs.
Έκτον, ορισμένες μεταρρυθμίσεις ξέφυγαν από το συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα λόγω πολλών παραγόντων, όπως: ανεπαρκής οικειοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, λαϊκιστική ρητορική, αντιπαλότητα και αδυναμία επίτευξης συμφωνίας μεταξύ των πολιτικών κομμάτων.
Έβδομο, οι συζητήσεις της πολιτικής στη ζώνη του ευρώ διαδραμάτισαν το ρόλο τους στην καθυστέρηση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Η απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012 να χορηγήσει περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους αναβλήθηκε για αρκετά χρόνια και εφαρμόστηκε πραγματικά μόνο τον Ιούνιο του 2018.
Αυτό οφειλόταν εν μέρει σε καθυστερήσεις και σε μικτά μηνύματα που έλαβαν από τα ελληνικά πολιτικά κόμματα.
Ωστόσο, και μάλλον το σημαντικότερο, αντικατοπτρίζει επίσης τις επικείμενες εκλογές και τις λαϊκιστικές φωνές σε ορισμένα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ.
Συνολικά, η εξέλιξη αυτή υπονόμευσε τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και διεύρυνε τη διάρκεια της κρίσης.
Όγδοο, κατά την έναρξη της κρίσης του ελληνικού χρέους το 2010, οι αρχές της ζώνης του ευρώ αντιτάχθηκαν σε κάθε είδους παρέμβαση για να συγκρατήσουν το ραγδαία αυξανόμενο χρέος της ελληνικής κυβέρνησης.
Αντ 'αυτού, δόθηκε έμφαση στη δραστική διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών.
Συνεπώς, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, η πολύ μεγαλύτερη από την αρχικά προβλεπόμενη ύφεση κατά τα έτη του προγράμματος και οι μάλλον ανορθόδοξες διαπραγματεύσεις του πρώτου εξαμήνου του 2015 που οδήγησαν στο τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, το ελληνικό χρέος αυξήθηκε στο 176,1% στο τέλος του 2017, από 126,7% του ΑΕΠ το 2009, απαιτώντας έτσι περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, η οποία πράγματι παρασχέθηκε τον Ιούνιο του 2018.
Εάν, για παράδειγμα, αυτό το είδος ελάφρυνσης του χρέους είχε δοθεί στην αρχή του πρώτου προγράμματος προσαρμογής, θα είχε μια πιο θετική επίπτωση στην οικονομία, ενδεχομένως περιορίζοντας τις απώλειες στην παραγωγή και την απασχόληση.
Τέλος, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης απέτυχε να αποτρέψει το αυξανόμενο δημόσιο χρέος κατά την περίοδο πριν από την κρίση.
Επιπλέον, δεν υπήρξε παρακολούθηση και έλεγχος των μακροοικονομικών ανισορροπιών, όπως η εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του ιδιωτικού χρέους.
Όταν ξέσπασε η κρίση στην Ελλάδα το 2010, τα εργαλεία διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων στη ζώνη του ευρώ ήταν μάλλον ανύπαρκτα λόγω των ανησυχιών περί ηθικού κινδύνου και ελλείψει του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου.
Επιπλέον, δεν υπήρχε πρόβλεψη για καταμερισμό των κινδύνων στην αρχική αρχιτεκτονική της ΟΝΕ.
Αντ 'αυτού, η ΕΚΤ ενέκρινε τη διαρροή κινδύνου για την υπόλοιπη ευρωζώνη.

Συμπεράσματα και μαθήματα πολιτικής

Συμπερασματικά, τα κύρια μηνύματα πολιτικής από την ελληνική κρίση είναι τα εξής:
• Η καθυστέρηση της αναγκαίας προσαρμογής μεγεθύνει μόνο το πρόβλημα, το οποίο στη συνέχεια θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με λιγότερο ευνοϊκούς όρους.
• Η σωστή ακολουθία του προγράμματος μεταρρυθμίσεων καθώς και η κυριότητα κυρίως από την κυβέρνηση, αλλά και από τα κυριότερα κόμματα της αντιπολίτευσης, είναι το κλειδί για την επιτυχία.
• Η μεγαλύτερη κατανομή των κινδύνων στη ζώνη του ευρώ για την αντιμετώπιση μεγάλων ασύμμετρων σοκ και η πολιτική αλληλεγγύη εντός της ΕΕ για τη βοήθεια χωρών με δυσκολίες αντί να γίνονται δακτυλοδεικτούμενες (κάτι που πολλαπλασιάζει τις λαϊκιστικές φωνές και στα δυο στρατόπεδα) είναι κρίσιμης σημασίας για να διασφαλιστεί η επιτυχία της κοινής μας ευρωπαϊκής κληρονομιάς.
• Η ενίσχυση του ιδιωτικού και δημόσιου καταμερισμού κινδύνων, μέσω της προώθησης της Ένωσης Τραπεζών και των Κεφαλαιαγορών και μέσω της δημιουργίας ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής σταθεροποίησης.
Για να αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος, ο καταμερισμός των κινδύνων πρέπει να συμβαδίζει με τη μείωση του κινδύνου και τον στενό συντονισμό της οικονομικής πολιτικής.
Επιπλέον, πρέπει να βελτιώσουμε τη σύγκλιση των εισοδημάτων και να διασφαλίσουμε ότι η οικονομική επανεξισορρόπηση λειτουργεί συμμετρικά.
• Τέλος, για να ενισχύσουμε την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να μπορέσουμε να αναχρηματοδοτήσουμε το χρέος που έχει ωριμάσει σε βιώσιμους όρους, οι ελληνικές κυβερνήσεις πρέπει να συνεχίσουν την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και να αποφύγουν την αποχή τους δεσμεύσεις που σχετίζονται με το πρόγραμμα.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης