Τελευταία Νέα
Οικονομία

ΙΟΒΕ: Στο 2% η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2018 - Αύξηση 12%-15% στις επενδύσεις και 7% στις εξαγωγές

tags :
ΙΟΒΕ: Στο 2% η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2018 - Αύξηση 12%-15% στις επενδύσεις και 7% στις εξαγωγές
Η Ελλάδα έχασε δύο χρόνια για να έρθει η οικονομία στα επίπεδα του 2014
Ελαφρά κάτω του 1,5% θα κλείσει ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2017, σύμφωνα με τη σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ, στην οποία τονίζεται ότι η συμβολή των εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠ θα είναι σημαντική, λόγω του ευνοϊκού διεθνούς περιβάλλοντος και της βελτίωσης της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον Ν. Βέττα, Γενικό Διευθυντή του ΙΟΒΕ, η Ελλάδα έχασε δύο χρόνια για να έρθει η οικονομία στα επίπεδα του 2014.
Επίσης, για ακόμη ένα έτος, η συμβολή των επενδύσεων ήταν αναιμική, κυρίως από μεταβολές στα αποθέματα και όχι στα πάγια.
Πάντως, το 2018 η ανάπτυξη του ΑΕΠ θα κινηθεί στην περιοχή του 2%, ενδεχομένως ελαφρά μεγαλύτερη.
Ο βασικός ωθητικός παράγοντας αναμένεται να είναι η διεύρυνση των εξαγωγών (7%), ενώ σημαντική θα είναι και η συμβολή των επενδύσεων στην αύξηση του ΑΕΠ (+12%-15%) από επιτάχυνση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ), σε εξωστρεφείς τομείς (μεταποιητικούς, τουρισμό) και σε αποκρατικοποιήσεις.
Ακολουθεί η κατανάλωση των νοικοκυριών, λόγω κάμψης της ανεργίας, λιγότερων νέων δημοσιονομκών μέτρων.
Όπως ανέφερε ο κ. Βέττας καθώς εξελίσσεται η εφαρμογή του προγράμματος, η αβεβαιότητα μειώνεται και η οικονομία επιστρέφει γενικά στις συνθήκες του 2014.
Επισήμανε επίσης ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, δεν διαφαίνεται πως θα υπάρξει πρόβλημα δημοσιονομικό κατά το τρέχον έτος, για το επόμενο όμως έτος οι στόχοι που τίθενται είναι φιλόδοξοι.
Το τρέχον, θα είναι, συνεπώς, για πρώτη φορά μετά από 9 έτη, ένα έτος ανάπτυξης όχι οριακής, γεγονός ασφαλώς θετικό.
Φυσικά, ένας λόγος που επιτρέπει αυτή την εξέλιξη είναι ότι η οικονομία εκκινεί από πολύ χαμηλή βάση, είτε αναλογιστεί κανείς τα δύο προηγούμενα έτη πλήρους στασιμότητας, είτε συνυπολογίσει και τη συσσωρευμένη ύφεση από την έναρξη της κρίσης.
Σε θετική κατεύθυνση συμβάλλει αποφασιστικά το ιδιαίτερα ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον, όπου οι τοπικές γεωγραφικές συνθήκες ενίσχυσαν τον εισερχόμενο τουρισμό, αλλά και ευρύτερα, καθώς στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς καταγράφονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, το κόστος χρήματος είναι ιδιαίτερα χαμηλό όπως σχετικά χαμηλό είναι και αυτό της ενέργειας.
Δομικές αλλαγές που έχουν επέλθει στην ελληνική οικονομία από την αρχή της κρίσης, ιδίως στην αγορά εργασίας, έχουν επίσης θετική επίδραση, έστω και με καθυστέρηση.
Επίσης, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, ο πολιτικός κίνδυνος είναι σχετικά χαμηλότερος, δεδομένου πως δεν υπάρχει πολιτικός φορέας που να διεκδικεί αξιόπιστα να κυβερνήσει με σκοπό την ανατροπή του προγράμματος και την απομάκρυνση από την ευρωζώνη, την ίδια ώρα που και στο πολιτικό περιβάλλον της Ευρώπης δεν διαφαίνεται βούληση για ενίσχυση φυγόκεντρων δυνάμεων.
Σχετικά σημαντικότερη συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ στο τρέχον έτος είναι αυτή των εξαγωγών, τόσο των αγαθών όσο και των υπηρεσιών. Αυτό συμβαίνει λόγω αφενός του ευνοϊκού διεθνούς περιβάλλοντος και αφετέρου της βελτίωσης της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Για άλλο ένα έτος, όμως, αναιμική είναι συνολικά η συμβολή των επενδύσεων που καταγράφεται κυρίως ως μεταβολές στα αποθέματα και όχι επενδύσεις σε πάγια.
Συνυπολογίζοντας τους σχετικούς παράγοντες, για το επόμενο έτος, 2018, αναμένεται επιτάχυνση της ανάπτυξης στην περιοχή του 2%, ενδεχομένως και ελαφρά μεγαλύτερη.
Βασικός ωθητικός παράγοντας αναμένεται να είναι νέα διεύρυνση των εξαγωγών.
Έπονται σε συμβολή στην αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ, οι επενδύσεις και ακολούθως η κατανάλωση των νοικοκυριών, κυρίως λόγω κάμψης της ανεργίας.
Κρίσιμος παράγοντας θα είναι κατά πόσο η αύξηση των επενδύσεων, και δευτερευόντως της κατανάλωσης, θα συμπαρασύρει και αύξηση των εισαγωγών.
Σημειωτέο πως η καταγραφή πληθωρισμού, της τάξης του 1%, σημαντική τόσο για το τρέχον όσο και για το επόμενο έτος, μπορεί να μειώνει συνολικά την ανταγωνιστικότητα, όμως διευκολύνει τη διαχείριση ονομαστικών χρεών, σε σύγκριση με συνθήκες αποπληθωρισμού.  
Όσο όμως ευπρόσδεκτη είναι η καταγραφή θετικών ρυθμών ανάπτυξης, άλλο τόσο ανησυχητικό είναι ότι αυτοί είναι χαμηλοί και μάλιστα δεδομένης της ευνοϊκής συγκυρίας.
Είναι σημαντικό όχι μόνο πώς την τελευταία διετία υπήρξε μακροοικονομικά πλήρης στασιμότητα αλλά και πως ο ρυθμός ανάπτυξης για το τρέχον έτος κυμαίνεται περίπου στο μισό από αυτό που είχε θέσει αρχικά ως στόχο η οικονομική πολιτική μέσω του προϋπολογισμού και του προγράμματος προσαρμογής.
Επίσης ιδιαίτερα κρίσιμο είναι πως ο ρυθμός ανάπτυξης στη χώρα υπολείπεται από αυτόν των ευρωπαίων εταίρων, με την απόκλιση των οικονομιών να διευρύνεται αντί να μειώνεται.  
Στην ίδια κατεύθυνση σκέψης, είναι αμφίβολο εάν η δομή της οικονομίας έχει αλλάξει επαρκώς ώστε να δικαιολογείται αισιοδοξία για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα δεδομένου και ότι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση θα είναι περιορισμένη. Συνολικά, η τρέχουσα ανάπτυξη που καταγράφεται στην τρέχουσα περίοδο, δεν σηματοδοτεί έξοδο από την κρίση και έναρξη ενός ενάρετου κύκλου, παρά μόνο υπό όρους.
Υπό μια οπτική γωνία, τους τελευταίους μήνες υπάρχει ανάκαμψη της οικονομίας, σταδιακά μετά τα τραυματικά γεγονότα του καλοκαιριού του 2015.
Καθώς εξελίσσεται η εφαρμογή του προγράμματος, η αβεβαιότητα μειώνεται και η οικονομία επιστρέφει γενικά στις συνθήκες του 2014.
Το ουσιαστικό ζητούμενο όμως είναι, βέβαια, εάν δημιουργούνται οι βάσεις ώστε μεσοπρόθεσμα να υπάρχουν γρηγορότεροι ρυθμοί ανάπτυξης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όσο, αλλά και υψηλότεροι από αυτούς που η ελληνική οικονομία είχε στα χρόνια πριν την κρίση. Η κρίση δεν θα ξεπεραστεί αν δεν αναιρεθούν οι συνθήκες που οδήγησαν σε αυτή, και ασφαλώς όχι εάν αυτές ενισχυθούν.
Δεν πρέπει να χάνεται η προοπτική πως, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, οι ονομαστικοί ρυθμοί ανάπτυξης στη χώρα μόνο κατά λίγο υπερέβαιναν τον πληθωρισμό.
Σε πραγματικούς όρους, η ελληνική οικονομία έχανε έδαφος συστηματικά στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και η Ελλάδα έγινε σταδιακά μια από τις φτωχότερες χώρες στην ΕΕ.
Εξαίρεση αποτελεί η περίοδος πέριξ της εισόδου στο κοινό νόμισμα, όταν η μείωση του κόστους δανεισμού και η προοπτική μακροχρόνιας σταθερότητας οδήγησαν σε αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων. Συγκεκριμένα, σε όρους αγοραστικής δύναμης και πραγματικού κατά κεφαλή ΑΕΠ από 14η μεταξύ 28 χωρών το 1980, έπεσε σε 24η το 2016. Το ζητούμενο της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι η ενίσχυση των προοπτικών ανάπτυξης της οικονομίας σε μεσοχρόνιο ορίζοντα και όλες οι επιμέρους τομές, επιτυχίες ή αποτυχίες θα πρέπει να κρίνονται υπό αυτό το πρίσμα.
Κατά τη διάρκεια τη κρίσης, έμφαση έχει δοθεί στα δημοσιονομικά μεγέθη καθώς ως κεντρική προτεραιότητα τέθηκε να μην δημιουργούνται νέα ελλείματα.
Σχετικά, και παρά τα προβλήματα που καταγράφονται, ο προϋπολογισμός του 2017, κινείται σε τροχιά επίτευξης των στόχων του τρίτου Προγράμματος, κυρίως μέσω συγκράτησης των δαπανών.
Καταγράφεται από τη μια υστέρηση στόχου εσόδων Τακτικού Προϋπολογισμού, καθώς οι εισπράξεις φόρων υπολείπονται του στόχου, παρά τα πρόσθετα μέτρα που έχουν ληφθεί.
Αυτή αντισταθμίζεται με περιορισμό των πρωτογενών δαπανών (βέβαια, όσες είναι ανελαστικές θα πρέπει να καλυφθούν στο υπόλοιπο του έτους) και υπό-εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων επενδύσεων.
Για το 2018 υπάρχει επιδίωξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3.5%,  με το υψηλότερο πλεόνασμα να προγραμματίζεται να επιτευχθεί κατά κύριο λόγω μέσω του ασφαλιστικού συστήματος, τόσο στην πλευρά των δαπανών συντάξεων) όσο και των εσόδων (εισφορές).
Ενώ όμως, δεν διαφαίνεται πως θα υπάρξει πρόβλημα δημοσιονομικά κατά το τρέχον έτος, για το επόμενο οι στόχοι που τίθενται είναι φιλόδοξοι.
Ειδικότερα, δεν συνυπολογίζεται πλήρως ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και η επιβάρυνση μέσω του ασφαλιστικού συστήματος, που ουσιαστικά επίσης λειτουργεί ως φορολογία, συμπιέζουν τα εισοδήματα και τη φορολογική βάση.
Σχετικά, έχουν επίσης αγνοηθεί οι σοβαρές επιπτώσεις που θα έχει στη λειτουργία της οικονομίας η υπερβολική επιβάρυνση όσων κινούνται νόμιμα στο χώρο της εργασίας και του επιχειρείν, σε σύγκριση μάλιστα με όσους κινούνται παράνομα ή στα όρια του συστήματος. Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να εξέλθει από τη βαθιά κρίση χωρίς να καταπολεμηθούν βασικές παθογένειες.
 Η ασύμμετρη, περισσότερο επιβαρυντική, μεταχείριση όσων ακολουθούν τους κανόνες, σε σχέση με τους υπόλοιπους, ήταν διαχρονικά κύριος παράγοντας για τη συνολικά χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Φορολογικά όσο και ασφαλιστικά, εφαρμόζεται ένα σύστημα που επιβαρύνει υπέρμετρα όσους συμβάλλουν στην οικονομική δραστηριότητα και ταυτόχρονα είναι περίπλοκο και ευμετάβλητο, ώστε λειτουργεί και ως εμπόδιο εισόδου.
Ένας εξορθολογισμός του συστήματος κρίνεται λοιπόν ως προτεραιότητα ώστε να επιτευχθούν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης στο επόμενο διάστημα και, τελικά, να καταστούν επιτεύξιμοι και οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Συνολικά, κατά τη διάρκεια της σχεδόν δεκαετούς κρίσης, χάνονται ευκαιρίες ώστε να αναπτυχθεί η οικονομία, ενώ η βελτίωση των δομικών χαρακτηριστικών της επέρχεται μα αργούς ρυθμούς. Κεντρικής σημασίας είναι η δραματική υστέρηση των επενδύσεων, η οποία δεν θα αντιστραφεί εάν δεν υπάρξει ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής.
Αν και η διασαφήνιση των όρων χρηματοδότησης της οικονομίας μετά τη λήξη του προγράμματος είναι ασφαλώς σημαντική, τόσο η έξοδος στις διεθνείς χρηματικές αγορές όσο και η διαχείριση του διμερούς χρέους μεσοπρόθεσμα, θα επιτευχθούν με πιο ευνοϊκούς όρους όσο μεγαλύτερη πρόοδος έχει γίνει στη βελτίωση των δομικών χαρακτηριστικών της οικονομίας.
Αντίθετα δηλαδή από ό,τι μπορεί να υποστηρίζεται από ορισμένες πλευρές κατά τη διάρκεια της κρίσης, η όποια πρόσβαση σε επιπλέον πόρους για την ομαλή έξοδο από την κρίση θα επιτυγχάνεται με ρυθμούς ευθέως ανάλογους της προόδου που θα υπάρχει στις μεταρρυθμίσεις.
Σχετική προτεραιότητα, εκτός φυσικά από την έγκαιρη και ομαλή ολοκλήρωση της τρέχουσας, τρίτης, αξιολόγησης, αποτελούν η λειτουργία των αγορών προϊόντων (με μείωση εμποδίων εισόδου και διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων) και της δημόσιας διοίκησης.
Όσο υπάρχει σχετική καθυστέρηση, η αβεβαιότητα θα εντείνεται και η πρόσβαση σε νέα χρηματοδότηση όπως και η ρύθμιση του χρέους θα γίνεται με δυσμενέστερους όρους. Εκτός από το ότι αυτό θα συνεπάγεται επιπλέον κόστος για τα ήδη πολύ επιβαρυμένα νοικοκυριά, θα σημαίνει πως η ελληνική οικονομία θα γίνεται περισσότερο ευάλωτη σε ενδεχόμενους κινδύνους, πολιτικής ή χρηματοπιστωτικής φύσης, στο διεθνές περιβάλλον. Μόνο αντίθετη πορεία, που σταδιακά θα δημιουργεί ένα ανοικτό σύστημα θα μπορεί να εκμεταλλευτεί τα σημαντικά πλεονεκτήματα που έχει η χώρα, ιδίως στο εξελισσόμενο νέο τεχνολογικό και γεωπολιτικό περιβάλλον.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης