Τελευταία Νέα
Οικονομία

ΥΠΟΙΚ: Ξεπερνά τα 36 δισ. ευρώ η παραοικονομία στην Ελλάδα - Φθάνει στο 20% του ΑΕΠ

ΥΠΟΙΚ: Ξεπερνά τα 36 δισ. ευρώ η παραοικονομία στην Ελλάδα - Φθάνει στο 20% του ΑΕΠ
Η έκθεση καταγράφει ποιοι κλάδοι εμφανίζουν υψηλό κίνδυνο αναφορικά με ενδεχόμενο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος στην Ελλάδα
Ως «μέσο-υψηλό» χαρακτηρίζεται το επίπεδο κινδύνου ξεπλύματος χρήματος στην Ελλάδα, σύμφωνα με την πρώτη αναλυτική έκθεση αξιολόγησης των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την οποία δημοσιοποίησε το υπουργείο Οικονομικών.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι σήμερα το μέγεθος της παραοικονομίας στη χώρα μας εκτιμάται στο 20% του ΑΕΠ, δηλαδή σε περίπου 36 δισ. ευρώ.
Ως πρώτη προτεραιότητα για την ελληνική διοίκηση στο μέτωπο της καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος που προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες χαρακτηρίζεται η ανάγκη ανάληψης δράσεων για τους κλάδους των μεσιτών, δικηγόρων, λογιστών και συμβολαιογράφων.
Πρόκειται για κλάδους οι οποίοι διεκπεραιώνουν μεταβιβάσεις ακινήτων και συστάσεις εταιρειών και πολλές φορές εν αγνοία τους, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Παράλληλα, σε υψηλή προτεραιότητα για ανάληψη δράσης κατά του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος βρίσκονται οι κλάδοι των τυχερών παιγνίων που διεξάγονται επίγεια (π.χ. στα πρακτορεία) καθώς και οι πάροχοι τραπεζικών εμβασμάτων και ο τραπεζικός κλάδος.
Στην έκθεση αναφέρεται, συγκεκριμένα ότι ο μη χρηματοπιστωτικός τομέας της οικονομίας και ειδικότερα ορισμένα από τα επαγγέλματα που εντάσσονται σε αυτόν, συμμετέχουν σε δραστηριότητες που σχετίζονται με υψηλή απειλή για ξέπλυμα χρήματος και ως εκ τούτου, είναι ευάλωτα στον κίνδυνο ξεπλύματος χρήματος.


Για παράδειγμα:

* Οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι και οι μεσίτες ακινήτων που μεσολαβούν στις αγοραπωλησίες ακινήτων, δύναται να συμμετέχουν στη φοροδιαφυγή, η οποία αποτελεί βασικό αδίκημα του ξεπλύματος χρήματος και χρησιμοποιούνται συχνά ως διαμεσολαβητές για τη νομιμοποίηση εσόδων, προερχόμενων από διαφθορά και παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, πολλές φορές και εν αγνοία τους.
Τα στοιχεία από τους φορολογικούς ελέγχους έδειξαν ότι οι πραγματικές τιμές πώλησης των ακινήτων ήταν συνήθως και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα πριν από την οικονομική κρίση, κατά πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με την αναγραφόμενη στο συμβόλαιο τιμή, που συνέπιπτε με την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Κατά συνέπεια οι αγοραστές κατέβαλαν φόρο κατά πολύ μικρότερο του αναλογούντος.

* Όσον αφορά στους δικηγόρους, συμβολαιογράφους και λογιστές - φοροτεχνικούς, η απειλή για ξέπλυμα χρήματος σχετίζεται με τη συμμετοχή τους στη δημιουργία, τη λειτουργία ή τη διαχείριση εταιρειών, δεδομένου ότι ορισμένες φορές επιχειρείται νομιμοποίηση εσόδων από τα βασικά εγκλήματα (π.χ. διακίνηση ναρκωτικών) μέσω νέων ή υφιστάμενων επιχειρήσεων.

* Οι έμποροι αγαθών υψηλής αξίας χρησιμοποιούνται από εγκληματικές ομάδες για να νομιμοποιήσουν τα έσοδα από παράνομη δραστηριότητα, η οποία αφορά κυρίως σε λαθρεμπόριο ή αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας.
Το επίπεδο απειλής για ξέπλυμα στον κλάδο χαρακτηρίζεται ως «Μέσο», τα δε προϊόντα του εγκλήματος, τα οποία προέρχονται κυρίως από εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας νομιμοποιούνται και μέσω των ενεχυροδανειστών.
Το επίπεδο απειλής για τον κλάδο χαρακτηρίζεται ως «Μέσο».

* Αναφορικά με τα τυχερά παίγνια, γίνεται διάκριση μεταξύ των τυχερών παιγνίων που διοργανώνονται και διεξάγονται α) επίγεια και β) μέσω διαδικτύου.

Πιο συγκεκριμένα:

α) Τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια.
Τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια πλην των καζίνο, ευνοούν την ανωνυμία του παίκτη και κατά το παρελθόν συνδέθηκαν με αυξημένη απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Κατά τα έτη 2011-2014, η ανωνυμία του παίκτη κατά τη διεξαγωγή του παιγνίου, η απουσία κανονιστικού πλαισίου, η ύπαρξη εκτεταμένου δικτύου συνεργατών του παρόχου (Φυσικό Δίκτυο) καθώς και η απουσία κανονισμών, εγκυκλίων και εσωτερικού ελέγχου του τελευταίου, συνετέλεσαν στη σύνδεση του τομέα με υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με βασικότερη τη διακίνηση ναρκωτικών.
Ωστόσο, στα τέλη του 2014 καταρτίστηκε από την εποπτική αρχή και εγκρίθηκε Κανονισμός που εισήγαγε συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους Παρόχους (εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, λήψη οργανωτικών μέτρων, υποβολή αναφορών στην Αρχή, τήρηση αρχείων κ.α.).
Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν να μειωθεί η απειλή για τον κλάδο.
Αναφορικά με τα καζίνο, η σύνδεσή τους με την απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, δεν αφορά την δυνατότητα της τοποθέτησης ή ενσωμάτωσης χρηματικών ποσών στην πραγματική οικονομία, δεδομένου ότι ο τομέας αυτός αν και είναι αποκλειστικά εντάσεως μετρητών, τόσο κατά τη συμμετοχή στο παίγνιο όσο και κατά την είσπραξη κερδών, δεν προβλέπεται κανονιστικά η χορήγηση βεβαίωσης κέρδους και παράλληλα δεν ευνοεί την ανωνυμία καθώς η δέουσα επιμέλεια πραγματοποιείται κατά την είσοδο στον χώρο του καζίνο και πριν την διεξαγωγή του παιγνίου. Βάσει των ανωτέρω, το επίπεδο απειλής για τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια, καθορίζεται ως «Μέσο».

β. Τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου.
Αναφορικά με τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου η απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αφορά στη διασύνδεσή τους με τα εγκλήματα της απάτης, διαφθοράς, δωροδοκίας και του οργανωμένου εγκλήματος (π.χ. μέσω της χειραγώγησης αθλητικών γεγονότων και προσφοράς στοιχηματισμού επ’ αυτών) σε συνδυασμό με τον εξ αποστάσεως έλεγχο της εποπτικής αρχής, λόγω εγκατάστασης των παρόχων στην αλλοδαπή.
Αφετέρου, η διοργάνωση και διεξαγωγή τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου, συνδέεται και με την παράνομη διοργάνωση και διεξαγωγή τυχερών παιγνίων μέσω internet cafe ή άλλων χώρων εστίασης (παράνομο επίγειο δίκτυο), μέσω ειδικών κωδικών συμμετοχής στο όνομα μελών της οργάνωσης (όχι ατομικών ανά παίκτη ) και χρήσης συγκεκριμένων μέσων πληρωμής που είτε ευνοούν την ανωνυμία του κατόχου τους, είτε αποτελούν μέρος του παράνομου δικτύου.
Τα ως άνω φαινόμενα, εκφεύγουν του πεδίου αρμοδιότητας της εποπτικής αρχής (Ε.Ε.Ε.Π.) η οποία περιορίζεται στην παροχή συνδρομής στις αρμόδιες διωκτικές και εισαγγελικές αρχές (οικονομική αστυνομία, ηλεκτρονικό έγκλημα, Αρχή, εισαγγελείς, ανακριτές κλπ).
Επιπρόσθετα, αναφορικά με το νόμιμο δίκτυο διεξαγωγής τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου, αυτό ρυθμίζεται με τη με αριθμό 129/2/7.11.14 (Β 3162) απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π η οποία εισήγαγε συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους Παρόχους (εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,λήψη οργανωτικών μέτρων, υποβολή αναφορών στην Αρχή, τήρηση αρχείων κ.α.).
Σημειώνεται ότι η συμμετοχή στα ως άνω παίγνια πραγματοποιείται αποκλειστικά και μόνο μέσω ιδρυμάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και έως σήμερα, δεν έχουν καταγραφεί υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου.
Βάσει των ανωτέρω, το επίπεδο απειλής για τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου χαρακτηρίζεται ως «Μέσο - Χαμηλό».

* Αναφορικά με τους ορκωτούς ελεγκτές οι απειλές για ξέπλυμα χρήματος εντοπίζονται στα εξής σημεία:

1. Πλημμελής άσκηση των καθηκόντων του ορκωτού ελεγκτή λογιστή (ακούσια ή εκούσια), κατά την οποία εάν ο ελεγκτής δεν επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια και τον απαιτούμενο επαγγελματικό σκεπτικισμό για τη διερεύνηση ενδείξεων που τυχόν υποκρύπτουν έκνομες ενέργειες.

2. Ενδεχόμενη μη κάλυψη από την εσωτερική οργανωτική δομή των ελεγκτικών εταιρειών, των απαιτήσεων του Διεθνούς Προτύπου Δικλείδων Ποιότητας, σκοπός του οποίου είναι η θέσπιση και διατήρηση ενός συστήματος δικλείδων ποιότητας το οποίο θα παρέχει λελογισμένη διασφάλιση ότι η ελεγκτική εταιρεία και το προσωπικό της συμμορφώνονται με τα επαγγελματικά πρότυπα και τις εφαρμοστέες νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις. Το επίπεδο απειλής για τον κλάδο χαρακτηρίζεται «Μέσο».    

Αξιοσημείωτες είναι επίσης και οι παρακάτω διαπιστώσεις που καταγράφονται στην έκθεση:

* Τα μετρητά (τραπεζογραμμάτια και κέρματα) που κυκλοφορούν στην Ελλάδα αυξάνονται διαρκώς από το 2012, φθάνοντας στο ύψος των 30.728 εκατομμυρίων τον Δεκέμβριο 2016. (Δεκ. 2015: 29.571, Ιούνιος 2015: 28.450, Δεκ. 2014: 27.928, Δεκ. 2013: 25.391).
Ταυτόχρονα, οι συναλλαγές με μετρητά που πραγματοποιούνται μέσω του Τραπεζικού Κλάδου (καταθέσεις, αναλήψεις) μειώθηκαν σε σημαντικό βαθμό (80% από το 2012, 50% από το 2014).
Τα γεγονότα αυτά υποδεικνύουν την ύπαρξη μιας οικονομίας που αυξάνει τις συναλλαγές της σε μετρητά (cash-based economy) και αποτελούν μια περαιτέρω ένδειξη της μειωμένης ελκυστικότητας του τραπεζικού τομέα για σκοπούς ξεπλύματος χρήματος.

* «Στο δεύτερο τρίμηνο του 2015, η Ελλάδα βρέθηκε στη λήξη του προγράμματος διάσωσης χωρίς να έχει καταλήξει σε συμφωνία με τους πιστωτές της για την περαιτέρω παράτασή του.
Το γεγονός αυτό αύξησε την πολιτική αβεβαιότητα της χώρας, εξαιτίας της οποίας υπήρξε σημαντική εκροή καταθέσεων από το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Έτσι λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να μην προβεί σε περαιτέρω αύξηση του επιπέδου του Μηχανισμού Έκτακτης Ρευστότητας (ELA) που προβλεπόταν για τα Ελληνικά ΠΙ.

Αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι η Ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε στην επιβολή μιας περιόδου τραπεζικής αργίας για τουλάχιστον 20 ημέρες (από 28/6 έως 20/7/2015) και στην επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, στους οποίους περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων οι εξής διατάξεις:

α) οι μεταφορές πιστώσεων στο εξωτερικό επιτρέπονταν μέχρις ενός μηνιαίου ορίου ύψους €1.000 ανά άτομο και ανά ΠΙ,

β) οι αναλήψεις μετρητών επιτρέπονταν μέχρις ενός ημερησίου ορίου €60 ανά άτομο και ανά ΠΙ (από 1/3/2018, μηνιαίο όριο €2.300),

γ) εξέταση με δέουσα επιμέλεια των μεταφορών σημαντικών εμπορικών πιστώσεων στο εξωτερικό (λεπτομερής αιτιολόγηση και τεκμηρίωση).

Οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές προσαρμόστηκαν σε μεγάλο βαθμό στην πραγματοποίηση πληρωμών χωρίς μετρητά, μετά την εφαρμογή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, όπως προκύπτει από τα κατωτέρω δεδομένα (αφορούν το τέλος του 2017):

- Ο αριθμός τερματικών ΡΟS σε σημεία πώλησης αυξήθηκε σημαντικά κατά 312.459 (87%).

- Οι συναλλαγές με κάρτες πληρωμών αυξήθηκαν κατά 245,2 εκατομμύρια (79%) και οι ηλεκτρονικές μεταφορές πιστώσεων κατά 24%.

- Η αξία συναλλαγών με κάρτες πληρωμών αυξήθηκε κατά €7,1 δισ. (45%).

- Η αξία των τραπεζικών συναλλαγών μέσω διαδικτύου (internetbanking) και κινητής τηλεφωνίας (mobile banking) αυξήθηκε κατά 29% (€11,2 δισ.) και 82% +€359 εκατομμύρια) αντίστοιχα.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, εκτός από τις αρνητικές οικονομικές τους επιπτώσεις, προήγαγαν την χρήση καρτών και ηλεκτρονικών συναλλαγών για τη διενέργεια πληρωμών με αποτέλεσμα τον μετριασμό του κινδύνου και ειδικότερα εκείνου που προκύπτει από τον κίνδυνο φοροδιαφυγής.»

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης