Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Standard and Poor's: Αμετάβλητη η αξιολόγηση 'B-/B' της Ελλάδας - Υπό πίεση οι τράπεζες, ίσως χρειαστούν νέα κεφάλαια

Standard and Poor's: Αμετάβλητη η αξιολόγηση 'B-/B' της Ελλάδας - Υπό πίεση οι τράπεζες, ίσως χρειαστούν νέα κεφάλαια
Ο S&P εκτιμά πως την περίοδο 2017-2020 η ελληνική οικονομία θα ενισχυθεί με ρυθμό περίπου 3%, εκτός απροόπτου
Την πιστοληπτική αξιολόγηση "B-/B" της Ελλάδας επιβεβαίωσε ο διεθνής οίκος αξιολογήσεων Standard and Poor’s, σε πλήρη επιβεβαίωση του BankingNews.gr. 
Η δημοσιοποίηση της έκθεσης της Standard and Poor's σήμερα, Παρασκευή 20 Ιανουαρίου, ήταν αναμενόμενη.
Ειδικότερα, η S&P ανακοίνωσε ότι επιβεβαιώνει:
- τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας στο Β-
- τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας στο Β
Το outlook και για τις δύο αξιολογήσεις παραμένει σταθερό.
Όπως αναφέρεται, παρά τις καθυστερήσεις που καταγράφονται στην ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης του προγράμματος διάσωσης των 86 δισ. ευρώ, ο οίκος αναμένει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να υλοποιεί τα συμπεφωνημένα, αν και με σημαντικές καθυστερήσεις.
Ο S&P σημειώνει πως αν και υπήρξε μία ήπια στατιστική ανάκαμψη για τη χώρα το β’ εξάμηνο του 2016, η ελληνική οικονομία παραμένει εύθραυστη και ο τραπεζικός τομέας της χώρας πληγωμένος.
Το ουδέτερο outlook απηχεί την εκτίμηση του οίκου, πως οι κίνδυνοι για την αξιολόγηση της Ελλάδος παραμένουν ισορροπημένοι σε 12μηνη βάση.
Αναλυτικότερα, στην έκθεσή του, ο οίκος αναφέρει πως:
- Η ελληνική κυβέρνηση υλοποιεί - αν και με καθυστερήσεις - τους επίσημους όρους του προγράμματος οικονομικής στήριξης των 86 δισ. ευρώ (Τρίτο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής), το οποίο χρηματοδοτείται από τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρών, μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (European Stability Mechanism - ESM).
- Αναμένουμε ότι οι εκταμιεύσεις, στο πλαίσιο του προγράμματος, θα ανταποκριθούν στις ανάγκες της Ελλάδα για την εξυπηρέτηση του χρέους της, μεταξύ των οποίων για την αποπληρωμή 2 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2017, αλλά και για τη μείωση των οφειλών της κυβέρνησης στην υπόλοιπη οικονομία.
- Η σχέση των ελληνικών αρχών με τους επίσημους πιστωτές της χώρας, κυρίως δε με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, συνεχίζει να δοκιμάζεται από τη σύνθεση των δημοσιονομικών δαπανών της κυβέρνησης, όχι όμως από τα ονομαστικά δημοσιονομικά αποτελέσματα.
Ειδικότερα, οι δαπάνες για συντάξεις απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιονομικών πόρων της Ελλάδας, σε βάρος της υγείας, της παιδείας και της απασχόλησης.
Το συνταξιοδοτικό σύστημα λειτουργεί με μη βιώσιμο υψηλό έλλειμμα, κοντά στο 11% επί του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της βαριάς φορολογίας της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα να κατευθύνεται στους συνταξιούχους.
Ταυτόχρονα, το ΔΝΤ δημοσίως έχει ταχθεί υπέρ μιας ελάφρυνσης της δημοσιονομικής λιτότητας στην Ελλάδα, όχι υπέρ της σύσφιγξης, κάτι για το οποίο κατηγορείται.
- Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα παραμένει υπό εξέταση.
Ερωτηματικό υπάρχει ακόμα για τη συμμετοχή των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Πάντως, η συμμετοχή στο QE παραμένει ένα από τα πιο ισχυρά κίνητρα για την ελληνική κυβέρνηση να επιδιώκει συμφωνία με τους Ευρωπαίους πιστωτές και το ΔΝΤ.
- Η οικονομική ανάπτυξη την περίοδο 2017-2020 θα υποστηριχθεί από τον τουρισμό και τη σταδιακή βελτίωση της αγοράς εργασίας.
Οι επενδυτικές προοπτικές παραμένουν περιορισμένες, δεδομένων των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες.
- Ο τραπεζικός τομέας θα παραμείνει υπό πίεση το προσεχές μέλλον.
Η Τράπεζα της Ελλάδας έχει θέσει ως στόχο τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) των ελληνικών τραπεζών σε 34% το 2019 από 51% σήμερα.
Επιπλέον, παρά την οριακή χαλάρωση των κεφαλαιακών περιορισμών, εκτιμούμε πως οι καταθέσεις θα επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα με πολύ αργό ρυθμό, με αποτέλεσμα το σύστημα να συνεχίσει να εξαρτάται από την επίσημη χρηματοδότηση.
- Παρά το μεγάλο ύψος του χρέους της γενικής κυβέρνησης (κατ’ εκτίμηση 180% επί του ΑΕΠ το 2016, δεύτερο υψηλότερο δείκτη χρέους ως προς το ΑΕΠ στον κόσμο), το κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους είναι πολύ χαμηλό, καθώς σήμερα κυμαίνεται μεταξύ 1% και 1,5%.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες από τις κυβερνήσεις που αξιολογεί ο S&P, η μερίδα του λέοντος του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα - περίπου 84% - είναι επίσημη, με ποσοστό μεγαλύτερο του 4/5 να είναι προς τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης και τα θεσμικά όργανα, με ιδιαίτερα ευνοϊκούς συντελεστές και διάρκειες.
- Κατά την εκτίμηση μας [S&P], η παρατεταμένη οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχει αποδυναμώσει τη διοικητική ικανότητα της χώρας.
Ένα παράδειγμα είναι η αδύναμη απορρόφηση των διαθέσιμων κονδυλίων χρηματοδότησης προς την Ελλάδα για τη βελτίωση των συνθηκών στις δομές φιλοξενίας των προσφύγων.
Η κεντρική, αλλά και οι τοπικές κυβερνήσεις έχουν συμβάλει σε αυτό το χαμηλό απορρόφησης κονδυλίων, κατά τη γνώμη του οίκου, θεσπίζοντας εμπόδια.

Επιπλέον, ο S&P εκτιμά πως την περίοδο 2017-2020 η ελληνική οικονομία θα ενισχυθεί με ρυθμό περίπου 3%, εκτός απροόπτου.
Η άποψη αυτή στηρίζεται στην εκτίμηση για σταδιακή ενίσχυση της αγοράς εργασίας, βελτίωση της ρευστότητας στον ιδιωτικό τομέα από τη μείωση των ληξιπρόθεσμων του Δημοσίου και μια σταθερή, παρότι σταδιακή, άρση των κεφαλαιακών ελέγχων.
Αυτά, όπως και η ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης, αλλά και η μείωση των NPEs, θα έχουν ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί η καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη.
Μια επιτάχυνση της διαδικασίας των ιδιωτικοποιήσεων κρατικών assets, επίσης, θα συνέβαλε θετικά στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων στη χώρα και την ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας.
Οι προοπτικές για σημαντικούς τομείς υπηρεσιών στην Ελλάδα είναι ανάμεικτες, αναφέρει ο S&P.
Η ναυτιλία παραμένει βυθισμένη σε ένα πλεόνασμα προσφοράς, σε συνδυασμό με την παγκόσμια επιβράδυνση του εμπορίου.
Ο τομέας του τουρισμού, που συμβάλει σε μεγαλύτερο βαθμό στο ΑΕΠ της χώρας από ό,τι η ναυτιλία, παραμένει σχετικά ισχυρός.
Ο S&P αναμένει πως το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μειωθεί σταδιακά προς την ισορροπία μέχρι το 2020, παράλληλα με μια σταδιακή ενίσχυση της ζήτησης για εισαγωγές.
Σύμφωνα με τον S&P, η ανάκαμψη του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας αποτελεί κλειδί για την ανάκτηση του χαμένου ΑΕΠ.
Όπως επισημαίνει, οι ελληνικές τράπεζες εξαρτώνται από την χρηματοδότηση του επίσημου τομέα, με την ΕΚΤ και τον ELA να καλύπτουν το 25% του ενεργητικού.
Ενδεικτικό είναι πως το διάστημα Σεπτεμβρίου 2010-Νοεμβρίου 2016 το τραπεζικό σύστημα έχασε περί τα 128 δισ. ευρώ σε καταθέσεις, ποσό που αντιστοιχεί στο 70% του εκτιμώμενου ελληνικού ΑΕΠ το 2017.
Ο οίκος, πάντως, επισημαίνει πως β’ εξάμηνο του 2016 καταγράφηκε σταθεροποίηση στις καταθέσεις.
Καθώς τα NPEs διαμορφώνονται σε 51%, οι τράπεζες δεν είναι σε θέση να χρηματοδοτούν επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, την ώρα που νοικοκυριά και επιχειρήσεις δίνουν προτεραιότητα στην καταβολή φόρων, έναντι της εξόφλησης δανείων.
Για τον S&P, η πίεση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αντιπροσωπεύει δυνητικά μια υποχρέωση του ελληνικού Δημοσίου.
Ο οίκος τονίζει πως οι προβλέψεις του για το ελληνικό χρέος δεν αντανακλούν νέες κεφαλαιακές ενισχύσεις των τραπεζών από το κράτος, αν και ο κίνδυνος να χρειαστούν νέα κεφάλαια ελλοχεύει.
Παράλληλα, ο οίκος εκτιμά πως η επαναφορά του waiver για την επιλεξιμότητα των ελληνικών τίτλων από την ΕΚΤ, αντί του ακριβότερου ELA, θα αυξήσει την κερδοφορία των τραπεζών. 
Αναμένει ωστόσο μόνο σταδιακή άρση των κεφαλαιακών ελέγχων, μεταξύ των οποίων και στα όρια απόσυρσης των καταθέσεων.

Οutlook

Το σταθερό outlook αντανακλά την άποψη της Standard and Poor’s ότι για τους επόμενους 12 μήνες οι κίνδυνοι για την αξιολόγηση B- είναι ισορροπημένοι.
«Θα μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε την Ελλάδα, εφόσον καταγραφεί ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και ουσιαστική μείωση του υψηλού δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Θετική είδηση για την αξιολόγηση της χώρας θα ήταν και η άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού στην ανάληψη καταθέσεων, κάτι που θα αποτελούσε ένδειξη ότι ανακάμπτει η εμπιστοσύνη στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και, ως επακόλουθο, στην ανάπτυξη.
Επίσης, θα εξετάζαμε το ενδεχόμενο αναβάθμισης της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, σε περίπτωση μη αναμενόμενης διαγραφής του επίσημου ελληνικού χρέους», αναφέρει η S&P.
Αντιθέτως, ως λόγους υποβάθμισης επισημαίνει τη μη εφαρμογή των συμπεφωνημένων από την ελληνική κυβέρνηση, καθώς μια καθυστερημένη μη εφαρμογή θα μπορούσε να οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε χρεοκοπία της Ελλάδας.

Νωρίτερα, το BankingNews.gr ανέφερε:

Χωρίς εκπλήξεις η αξιολόγηση της Ελλάδος από την Standard & Poor’s στις 20/1/2017 - Είχε εκπλήξει 1 χρόνο πριν

Δεν θα εμπεριέχει εκπλήξεις η έκθεση αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας του αμερικανικού οίκου πιστοληπτικής διαβάθμισης Standard and Poor’s που θα ανακοινωθεί σήμερα 20 Ιανουαρίου του 2017 με το πιθανότερο σενάριο να παραμείνει αμετάβλητη η βαθμολογία στο Β-.
Β- σημαίνει ότι τα ομόλογα της Ελλάδος ανήκουν στην κατηγορία της μεγάλης κερδοσκοπίας και βρίσκεται η χώρα 7 βαθμίδες υψηλότερα από την χρεοκοπία και 5 βαθμίδες χαμηλότερα από την Πορτογαλία.
Να θυμίσουμε ωστόσο ότι ακριβώς πριν ένα χρόνο στις 22 Ιανουαρίου του 2016 η Standard and Poor’s αναβάθμισε την Ελλάδα κατά 1 βαθμίδα από CCC+ σε Β- εκπλήσσοντας καθώς είχε προβεί σε αυτή την κίνηση παρ΄ ότι δεν είχε κλείσει η αξιολόγηση.
Ένα χρόνο μετά βιώνει η Ελλάδα το ίδιο καθεστώς αβεβαιότητας.
Εάν η Ελλάδα είχε κλείσει την αξιολόγηση η Standard and Poor’s θα αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδος σε Β δηλαδή κατά μια βαθμίδα αλλά η Ελλάδα δεν έχει ολοκληρώσει την αξιολόγηση.
Στην τελευταία ανάλυση της η Standard and Poor’s είχε επισημάνει ότι η βαθμολογία Β- αντανακλά την εκτίμησή ότι η ελληνική κυβέρνηση ικανοποιεί αν και με καθυστερήσεις τους τυπικούς όρους του προγράμματος στήριξής.
Η σταδιακή επιστροφή της ονομαστικής ανάπτυξης, η δημοσιονομική προσαρμογή, τα σωρευτικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις ύψους 2% του ΑΕΠ τα επόμενα τέσσερα χρόνια, πιθανόν θα μειώσουν το δημόσιο χρέος στο 173% του ΑΕΠ το 2018.
Ο οίκος σημειώνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους είναι σήμερα χαμηλό, καθώς κυμαίνεται μεταξύ 1% και 1,5%.
Η Standard and Poor’s θεωρεί ότι η κυβέρνηση θα δυσκολευθεί τα επόμενα χρόνια να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 1,5% του ΑΕΠ, χωρίς να δημιουργεί ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις αλλού στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης